θρῦλος: Difference between revisions
Καὶ τῶν λεγόντων εὖ καλὸν τὸ μανθάνειν → It is a fine thing to learn from those who speak well
(17) |
(5) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=ο (ΑΜ θρῡλος και [[θρύλλος]])<br /><b>νεοελλ.</b><br />προφορική [[παράδοση]] που μεταβιβάζεται από την παλιότερη [[γενιά]] στη νεώτερη<br /><b>νεοελλ.-μσν.</b><br />[[φήμη]], [[θρύλημα]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[κραυγή]], βοή, [[θόρυβος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Βλ. λ. [[θρυλώ]]]. | |mltxt=ο (ΑΜ θρῡλος και [[θρύλλος]])<br /><b>νεοελλ.</b><br />προφορική [[παράδοση]] που μεταβιβάζεται από την παλιότερη [[γενιά]] στη νεώτερη<br /><b>νεοελλ.-μσν.</b><br />[[φήμη]], [[θρύλημα]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[κραυγή]], βοή, [[θόρυβος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Βλ. λ. [[θρυλώ]]]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''θρῦλος:''' (λαϊκιστί [[θρύλλος]]), ὁ ([[θρέομαι]]), [[θόρυβος]] που προκαλείται από πολλές φωνές [[κραυγή]], [[βοή]], [[γογγυσμός]], σε Βατραχομ. | |||
}} | }} |
Revision as of 18:48, 30 December 2018
English (LSJ)
ὁ,
A noise as of many voices, murmur, Batr.135, Orph.Fr. 286 (pl.,= Cat.Cod.Astr.2.199), Demetr.Lac.Herc.1786.1 F., Anon. ap.Suid.—This word and its cognates are written with one λ in Papyri and best codd. (cf. Eust.1307.42), with λλ (as Batr.l.c.) in inferior codd., also in PLips.40 ii 10 (iv A.D.).
Greek (Liddell-Scott)
θρῦλος: ὁ, ὅμοιον τῷ θρόος, θόρυβος (θρέομαι), θόρυβος ὡς πολλῶν φωνῶν, κραυγή, βοή, γογγυσμός, Βατραχομ. 135, Ἀνώνυμ. παρὰ Σουΐδ. - Πᾶσαι αὗται αἱ ἐκ τοῦ θρῦλος λέξεις συνήθως ἐγράφοντο διὰ δύο λ. Ἀλλὰ τὰ ἄριστα τῶν Ἀντιφράφ. καὶ οἱ κράτιστοι τῶν Γραμμ. γράφουσιν αὐτὰς δι’ ἑνὸς λ (τὸ δὲ υ εἶναι φύσει μακρὸν), ὡς ἐν Ἐτυμ. Μ. σ. 456. 39, Εὐστ. 1307. 42· καὶ ὁ τύπος οὗτος ἀποκατεστάθη ἤδη πανταχοῦ, ἴδε Δινδ. εἰς Ἀριστοφ. Ἱππ. 348.
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ) :
murmure, bruit, rumeur.
Étymologie: θρέω.
Greek Monolingual
ο (ΑΜ θρῡλος και θρύλλος)
νεοελλ.
προφορική παράδοση που μεταβιβάζεται από την παλιότερη γενιά στη νεώτερη
νεοελλ.-μσν.
φήμη, θρύλημα
αρχ.
κραυγή, βοή, θόρυβος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. θρυλώ].
Greek Monotonic
θρῦλος: (λαϊκιστί θρύλλος), ὁ (θρέομαι), θόρυβος που προκαλείται από πολλές φωνές κραυγή, βοή, γογγυσμός, σε Βατραχομ.