παραποδίζω: Difference between revisions

From LSJ

ἐν πέτροισι πέτρον ἐκτρίβων → by grinding stone against stones

Source
(31)
(5)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=Α<br /><b>1.</b> [[περιπλέκω]] τα πόδια<br /><b>2.</b> [[παρεμποδίζω]], [[δεσμεύω]]<br /><b>3.</b> <b>παθ.</b> <i>παραποδίζομαι</i><br />[[πέφτω]] σε [[πλάνη]], εξαπατώμαι («φοβούμενος τοὺς τῶν διαβαλλόντων λόγους, μή πη παραποδισθείη», <b>Πλάτ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>παρ</i>(<i>α</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[ποδίζω]] «[[δένω]] τα πόδια»].
|mltxt=Α<br /><b>1.</b> [[περιπλέκω]] τα πόδια<br /><b>2.</b> [[παρεμποδίζω]], [[δεσμεύω]]<br /><b>3.</b> <b>παθ.</b> <i>παραποδίζομαι</i><br />[[πέφτω]] σε [[πλάνη]], εξαπατώμαι («φοβούμενος τοὺς τῶν διαβαλλόντων λόγους, μή πη παραποδισθείη», <b>Πλάτ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>παρ</i>(<i>α</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[ποδίζω]] «[[δένω]] τα πόδια»].
}}
{{lsm
|lsmtext='''παραποδίζω:''' μέλ. Αττ. <i>-ιῶ</i>, [[μπερδεύω]] τα πόδια, γενικά, [[παρεμποδίζω]], [[παρακωλύω]], σε Πολύβ. — Παθ., εξαπατώμαι, παγιδεύομαι, σε Πλάτ.
}}
}}

Revision as of 18:48, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: παραποδίζω Medium diacritics: παραποδίζω Low diacritics: παραποδίζω Capitals: ΠΑΡΑΠΟΔΙΖΩ
Transliteration A: parapodízō Transliteration B: parapodizō Transliteration C: parapodizo Beta Code: parapodi/zw

English (LSJ)

   A entangle the feet, fetter, tether : hence, generally, hinder, impede, Plb.2.28.8, 18.31.6 :—Pass., to be entangled, hampered, Pl.Lg.652b, Ep.330b, Plb.16.4.10, Gal.9.575 ; τῶν αἰσθήσεων -πεποδισμένων Metrod.Herc.831.5 ; π. εἴς or πρός τι, S.E.M.1.171, 193 ; τὴν ῥύμην τοῖ δρόμου Hld.10.30.

German (Pape)

[Seite 495] die Füße verstricken, übh. verwickeln, hindern; φοβούμενος, μή πη παραποδισθείη, Plat. Ep. VII, 330 b; μὴ παραποδισθῶμεν, Legg. II, 652 b, täuschen, wie Poll. erkl. παρατραπῶμεν, ἐξαπατηθῶμεν; Pol. παραποδίζειν τὴν τῶν ὅπλων χρείαν, 2, 28, 8; παραποδίζεσθαι πρὸς τὰς χρείας, S. Emp. adv. gramm. 193.

Greek (Liddell-Scott)

παραποδίζω: μέλλ. Ἀττικ. -ιῶ· - κυρίως, ὡς τὸ Λατ. impedio, περιπλέκω τοὺς πόδας· ὅθεν καθόλου, παρεμποδίζω, κωλύω, «ἐμποδὼν γίνομαι» κατὰ Σουΐδ., Πολύβ. 2. 28, 8, πρβλ. 16. 4, 10· - Παθητ., περιπλέκομαι, ἐμπλέκομαι, παγιδεύομαι, ἐξαπατῶμαι, προσέχοντες τὸν νοῦν μή πῃ παραποδισθῶμεν Πλάτ. Νόμ. 652Β (πρβλ. Πολυδ. Β΄, 194), Ἐπιστ. 330Β· π. εἴς ἢ πρός τι Σέξτ. Ἐμπ. π. Μ. 1. 171, 193· παραποδίζεσθαι τῆς κατὰ φύσιν ἐνεργείας Κλήμ. Ἀλ. 172· τὴν ῥύμην τοῦ δρόμου Ἡλιόδ. 10. 30.

French (Bailly abrégé)

entraver, empêcher ; Pass. être gêné pour qch, détourné de qch, τινος, πρός τι, εἴς τι.
Étymologie: παρά, ποδίζω.

Greek Monolingual

Α
1. περιπλέκω τα πόδια
2. παρεμποδίζω, δεσμεύω
3. παθ. παραποδίζομαι
πέφτω σε πλάνη, εξαπατώμαι («φοβούμενος τοὺς τῶν διαβαλλόντων λόγους, μή πη παραποδισθείη», Πλάτ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α)- + ποδίζω «δένω τα πόδια»].

Greek Monotonic

παραποδίζω: μέλ. Αττ. -ιῶ, μπερδεύω τα πόδια, γενικά, παρεμποδίζω, παρακωλύω, σε Πολύβ. — Παθ., εξαπατώμαι, παγιδεύομαι, σε Πλάτ.