ἱπποδέτης: Difference between revisions
Δοῦλος γεγονὼς ἑτέρῳ <γε> δουλεύειν φοβοῦ → Servire in servitute servo alii time → Als Sklave wolle keinem Sklaven Sklave sein
(18) |
(5) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[ἱπποδέτης]], ὁ (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που δένει τους ίππους («ἱπποδέτην ῥυτῆρα», <b>Σοφ.</b>)<br /><b>2.</b> επίθ. του Ηρακλή στη Θήβα και στην Ογχηστό.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἱππ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -[[δέτης]] (<span style="color: red;"><</span> <i>δέω</i> [ΙΙ])]. | |mltxt=[[ἱπποδέτης]], ὁ (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που δένει τους ίππους («ἱπποδέτην ῥυτῆρα», <b>Σοφ.</b>)<br /><b>2.</b> επίθ. του Ηρακλή στη Θήβα και στην Ογχηστό.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἱππ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -[[δέτης]] (<span style="color: red;"><</span> <i>δέω</i> [ΙΙ])]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''ἱπποδέτης:''' -ου, ὁ ([[δέω]], [[δένω]]), αυτός που δένει τα άλογα, [[καπίστρι]], [[χαλινάρι]], σε Σοφ. | |||
}} | }} |
Revision as of 18:56, 30 December 2018
English (LSJ)
ου, ὁ,
A binding horses, ῥυτήρ S.Aj.241 (anap.); epith. of Heracles at Thebes and Onchestos, Paus.9.26.1.
German (Pape)
[Seite 1259] ὁ, das Pferdeband, der Riemen, an dem man das Pferd hält, Soph. Ai. 237; Ἡρακλῆς hieß so in Theben, Paus. 9, 26, 1.
Greek (Liddell-Scott)
ἱπποδέτης: -ου, ὁ, ὁ δένων ἵππους, ἱπποδέτην ῥυτῆρα Σοφ. Αἴ. 241· ἐπίθετ. τοῦ Ἡρακλέους ἐν Θήβαις καὶ Ὀγχηστῷ, Παυσ. 9. 26, 1.
French (Bailly abrégé)
ου;
adj. m.
qui sert à attacher les chevaux.
Étymologie: ἵππος, δέω.
Greek Monolingual
ἱπποδέτης, ὁ (Α)
1. αυτός που δένει τους ίππους («ἱπποδέτην ῥυτῆρα», Σοφ.)
2. επίθ. του Ηρακλή στη Θήβα και στην Ογχηστό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἱππ(ο)- + -δέτης (< δέω [ΙΙ])].
Greek Monotonic
ἱπποδέτης: -ου, ὁ (δέω, δένω), αυτός που δένει τα άλογα, καπίστρι, χαλινάρι, σε Σοφ.