τρίπαλτος: Difference between revisions

From LSJ

Γνώμης γὰρ ἐσθλῆς ἔργα χρηστὰ γίγνεται → Proba sunt illius facta, cui mens est proba → Aus edler Einstellung erwächst die edle Tat

Menander, Monostichoi, 112
(42)
(6)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ον, Α<br />αυτός τον οποίο έχουν ανασείσει [[τρεις]] φορές, σφοδρότατος («τριπάλτων πημάτων», <b>Αισχύλ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> επιτατ. <i>τρι</i>- <span style="color: red;">+</span> [[παλτός]] (<span style="color: red;"><</span> [[πάλλω]])].
|mltxt=-ον, Α<br />αυτός τον οποίο έχουν ανασείσει [[τρεις]] φορές, σφοδρότατος («τριπάλτων πημάτων», <b>Αισχύλ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> επιτατ. <i>τρι</i>- <span style="color: red;">+</span> [[παλτός]] (<span style="color: red;"><</span> [[πάλλω]])].
}}
{{lsm
|lsmtext='''τρίπαλτος:''' -ον ([[πάλλω]]), αυτός που πάλλεται [[τρεις]] φορές· μεταφ., [[τριπλός]], [[πολλαπλός]], σε Αισχύλ.
}}
}}

Revision as of 18:56, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τρίπαλτος Medium diacritics: τρίπαλτος Low diacritics: τρίπαλτος Capitals: ΤΡΙΠΑΛΤΟΣ
Transliteration A: trípaltos Transliteration B: tripaltos Transliteration C: tripaltos Beta Code: tri/paltos

English (LSJ)

ον, (πάλλω)

   A thrice-brandished: metaph., threefold, manifold, A.Th. 990 (lyr., dub. l.).

German (Pape)

[Seite 1145] dreifach, dreimal geschwungen, d. i. mit großer Gewalt geschwungen, Aesch. πήματα, sehr heftig, Spt. 972.

Greek (Liddell-Scott)

τρίπαλτος: -ον, (πάλλω) ὁ τρὶς παλθείς, ἀνασεισθείς· μεταφ., τριπλοῦς, πολλαπλοῦς, ποικίλος, τριπάλτων πημάτων, «πολυορμήτων, πολυκινήτων, σφοδρῶς πηδησάντων» (Σχόλ.), Αἰσχύλ. Θήβ. 985· πρβλ. δίπαλτος.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
lancé ou qui frappe avec une force triple ; violent.
Étymologie: τρεῖς, πάλλω.

Greek Monolingual

-ον, Α
αυτός τον οποίο έχουν ανασείσει τρεις φορές, σφοδρότατος («τριπάλτων πημάτων», Αισχύλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < επιτατ. τρι- + παλτός (< πάλλω)].

Greek Monotonic

τρίπαλτος: -ον (πάλλω), αυτός που πάλλεται τρεις φορές· μεταφ., τριπλός, πολλαπλός, σε Αισχύλ.