λεπτόν: Difference between revisions
From LSJ
οὔτε σοφίας ἐνδείᾳ οὔτ' αἰσχύνης περιουσίᾳ → neither from lack of knowledge nor from superfluity of modesty
(23) |
(5) |
||
Line 10: | Line 10: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[λεπτόν]], τὸ (ΑM)<br /><b>βλ.</b> [[λεπτό]]. | |mltxt=[[λεπτόν]], τὸ (ΑM)<br /><b>βλ.</b> [[λεπτό]]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''λεπτόν:''' (ενν. [[νόμισμα]]), τό, [[πολύ]] μικρό [[νόμισμα]], απειροελάχιστη [[ποσότητα]] χρημάτων (το 1/6 της δραχμής), σε Καινή Διαθήκη | |||
}} | }} |
Revision as of 19:00, 30 December 2018
German (Pape)
[Seite 30] τό, sc. νόμισμα, ein kleines Stück Geld, kleine Münze, N. T – Bei S. Emp. adv. astrol. 5 der sechszigste Theil eines Grades.
French (Bailly abrégé)
οῦ (τό) :
1 (s.e. νόμισμα) petite pièce de monnaie, menue monnaie;
2 (s.e. ἔντερον) l’intestin grêle;
3 (s.e. μέρος) minute, soixantième partie d’un degré.
Étymologie: λεπτός.
English (Strong)
neuter of a derivative of the same as λεπίς; something scaled (light), i.e. a small coin: mite.
Greek Monolingual
Greek Monotonic
λεπτόν: (ενν. νόμισμα), τό, πολύ μικρό νόμισμα, απειροελάχιστη ποσότητα χρημάτων (το 1/6 της δραχμής), σε Καινή Διαθήκη