Φάληρον: Difference between revisions
ἢ τοὺς πότους ἐρεῖς δῆλον ὅτι καὶ τὰ δεῖπνα καὶ ἐσθῆτα καὶ ἀφροδίσια, καὶ δέδιας μὴ τούτων ἐνδεὴς γενόμενος ἀπόλωμαι. οὐκ ἐννοεῖς δὲ ὅτι τὸ μὴ διψῆν τοῦ πιεῖν πολὺ κάλλιον καὶ τὸ μὴ πεινῆν τοῦ φαγεῖν καὶ τὸ μὴ ῥιγοῦν τοῦ ἀμπεχόνης εὐπορεῖν; → There you'll go, talking of drinking and dining and dressing up and screwing, worrying I'll be lost without all that. Don't you realize how much better it is to have no thirst, than to drink? to have no hunger, than to eat? to not be cold, than to possess a wardrobe of finery? (Lucian, On Mourning 16)
(Bailly1_5) |
(6) |
||
Line 4: | Line 4: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ου (τό) :<br />Phalère, <i>port d’Athènes et dème attique de la tribu Æantide {Antiochide}</i>.<br />'''Étymologie:''' DELG v. [[φαλός]]. | |btext=ου (τό) :<br />Phalère, <i>port d’Athènes et dème attique de la tribu Æantide {Antiochide}</i>.<br />'''Étymologie:''' DELG v. [[φαλός]]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''Φάληρον:''' [ᾰ], τό, Φάληρο, το δυτικό [[λιμάνι]] της Αθήνας· [[Φαληροῖ]], στο Φάληρο, σε Ξεν.· [[Φαληρόθεν]], από το Φάληρο, σε Πλάτ.· [[Φαληρόνδε]], στο Φάληρο, σε Θουκ.· [[Φαληρεύς]], <i>-έως</i>, <i>ὁ</i>, [[κάτοικος]] του Φαλήρου (Φαληρέας), σε Ηρόδ.· επίθ. [[Φαληρικός]], <i>-ή</i>, <i>-όν</i>, σε Αριστοφ. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:04, 30 December 2018
Greek (Liddell-Scott)
Φάληρον: [ᾱ], τό, ἀρχαιότατος λιμὴν τῶν Ἀθηνῶν, νῦν ὀνομάζεται Παλαιὸν Φάληρον, καὶ δῆμος τῆς Αἰαντίδος φυλῆς, Ἡσύχ. καὶ Ἐπιγραφ., ἴδε Böckh. C. I. 1. 309, ἀλλὰ κατὰ τὸν Ἁρποκρ. «δῆμος τῆς Ἀντιοχίδος»·- Φαληροῖ, ἐν Φαλήρῳ, Ξεν. Ἱππαρχ. 3. 1, Πλουτ. Θεμ. 17. Φαληρόθεν, ἐκ Φαλήρου, Πλάτ. Συμπ. 172Α· Φαληρόνδε, εἰς Φάληρον, Θουκ. 1. 107· ― Φαληρεύς, έως, ὁ, κάτοικος τοῦ Φαλήρου, Ἡρόδ. 3. 63, κλπ.· θηλ. Φαληρίς, ίδος, Στέφ. Βυζ. ― Ἐπίθ. Φαληρικός, ή, όν, Ἀριστοφ. Ἀχ. 901, κ. ἀλλ. ― Περὶ τῆς θέσεως τοῦ Ἀρχαίου Φαλήρου, ἴδε Ἐνρ. Οὐλερίχ. ἐν τῷ περιοδικῷ «Ἐρανιστῇ» τ. 1. τοῦ βϳ ἔτους, σ. 432, κἑξ., ἴδε καὶ πραγματείαν Γ. Ζαννέτου ἐν τῷ περιοδικῷ «Ἀπόλλωνι».
French (Bailly abrégé)
ου (τό) :
Phalère, port d’Athènes et dème attique de la tribu Æantide {Antiochide}.
Étymologie: DELG v. φαλός.
Greek Monotonic
Φάληρον: [ᾰ], τό, Φάληρο, το δυτικό λιμάνι της Αθήνας· Φαληροῖ, στο Φάληρο, σε Ξεν.· Φαληρόθεν, από το Φάληρο, σε Πλάτ.· Φαληρόνδε, στο Φάληρο, σε Θουκ.· Φαληρεύς, -έως, ὁ, κάτοικος του Φαλήρου (Φαληρέας), σε Ηρόδ.· επίθ. Φαληρικός, -ή, -όν, σε Αριστοφ.