εὔτρεπτος: Difference between revisions
τὸ σὸν εἰς ἡμᾶς ἐνδιάθετον → your disposition towards us
(15) |
(4) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[εὔτρεπτος]], -ον (ΑΜ)<br /><b>1.</b> αυτός που μεταβάλλεται εύκολα, που αλλοιώνεται εύκολα<br /><b>2.</b> (για νόσους) [[ήπιος]], [[μαλακός]]<br /><b>3.</b> (για [[δέρμα]]) [[ευαίσθητος]]<br /><b>4.</b> [[εύκολος]], [[πρόθυμος]] για [[κάτι]]<br /><b>5.</b> [[ασταθής]], [[εύστροφος]], [[ευμετάβολος]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>εὐτρέπτως</i> (Α)<br />ευτρεπώς.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ευ</i> <span style="color: red;">+</span> [[τρεπτός]] (<span style="color: red;"><</span> [[τρέπω]])]. | |mltxt=[[εὔτρεπτος]], -ον (ΑΜ)<br /><b>1.</b> αυτός που μεταβάλλεται εύκολα, που αλλοιώνεται εύκολα<br /><b>2.</b> (για νόσους) [[ήπιος]], [[μαλακός]]<br /><b>3.</b> (για [[δέρμα]]) [[ευαίσθητος]]<br /><b>4.</b> [[εύκολος]], [[πρόθυμος]] για [[κάτι]]<br /><b>5.</b> [[ασταθής]], [[εύστροφος]], [[ευμετάβολος]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>εὐτρέπτως</i> (Α)<br />ευτρεπώς.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ευ</i> <span style="color: red;">+</span> [[τρεπτός]] (<span style="color: red;"><</span> [[τρέπω]])]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''εὔτρεπτος:''' -ον ([[τρέπω]]), αυτός που εύκολα μεταβάλλεται, [[ευμετάβλητος]], σε Πλούτ. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:12, 30 December 2018
English (LSJ)
ον,
A easily changing, Arist.Mu.400a23, Plu.Mar.21; ζωή Man.4.532; ὕδατα Plu.2.912b. 2 Medic., of diseases, mild, Gal.15.590; but εὔ. ἐς συγκοπήν easily turning to... Aret.CA 1.1. b of the skin, sensitive, Menemach. ap. Orib.10.15.3. 3 ready, inclined, τὸ εὔ. πρὸς μεταβολάς Plu.2.978f. 4 versatile, Poll.6.121, cj. in Man.4.86. 5 Adv. -τως v.l. for εὐτρεπῶς, J. Vit.61.
German (Pape)
[Seite 1103] leicht zu drehen, veränderlich, Arist. u. Sp.; τὸν ἀέρα συνίστησιν εὔτρεπτον ὄντα καὶ ῥᾴδιον μεταβάλλειν Plut. Mar. 21; πρὸς μεταβολάς, geneigt zu Veränderungen, sol. an. 27; dah. auch = leicht in Fäulniß übergehend, qu. nat. 2. Vom Pferde, Poll. 1, 195.
Greek (Liddell-Scott)
εὔτρεπτος: -ον, εὐκόλως τρεπόμενος, μεταβαλλόμενος, Ἀριστ. π. Κόσμ. 6, 32, Πλουτ. Μάρ. 21˙ τὸ εὔτρεπτον ὁ αὐτ. 2. 912Β˙ ἐπὶ νοσημάτων, ἤπιος, Γαλην. 15. 590. 2) ἕτοιμος, πρόθυμος, ἐπιρρεπής, εὔτρεπτος πρὸς μεταβολάς, εὐμετάβολος, αὐτόθι 978F, Πολυδ. Ϛ΄, 121.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
1 qu’on fait tourner facilement, versatile, changeant ; τὸ εὔτρεπτον PLUT caractère mobile ou inconstant;
2 enclin : πρός τι à qch.
Étymologie: εὖ, τρέπω.
Greek Monolingual
εὔτρεπτος, -ον (ΑΜ)
1. αυτός που μεταβάλλεται εύκολα, που αλλοιώνεται εύκολα
2. (για νόσους) ήπιος, μαλακός
3. (για δέρμα) ευαίσθητος
4. εύκολος, πρόθυμος για κάτι
5. ασταθής, εύστροφος, ευμετάβολος.
επίρρ...
εὐτρέπτως (Α)
ευτρεπώς.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + τρεπτός (< τρέπω)].
Greek Monotonic
εὔτρεπτος: -ον (τρέπω), αυτός που εύκολα μεταβάλλεται, ευμετάβλητος, σε Πλούτ.