μελλητής: Difference between revisions

From LSJ

Ἡ βουλὴ καὶ ὁ δῆμος ἐτίμησεν... → The Council and the People honored... (inscription in the Roman city of Aizonai)

Source
(24)
(5)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[μελλητής]], ὁ (Α) [[μέλλω]]<br />αυτός που χρονοτριβεί, που αργοπορεί να κάνει [[κάτι]] («καὶ ἀργὸν [[εἶναι]] καὶ μελλητήν», <b>Αριστοτ.</b>).
|mltxt=[[μελλητής]], ὁ (Α) [[μέλλω]]<br />αυτός που χρονοτριβεί, που αργοπορεί να κάνει [[κάτι]] («καὶ ἀργὸν [[εἶναι]] καὶ μελλητήν», <b>Αριστοτ.</b>).
}}
{{lsm
|lsmtext='''μελλητής:''' -οῦ, ὁ ([[μέλλω]]), αυτός που χρονοτριβεί, [[οκνηρός]], σε Θουκ., Αριστ.
}}
}}

Revision as of 19:12, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μελλητής Medium diacritics: μελλητής Low diacritics: μελλητής Capitals: ΜΕΛΛΗΤΗΣ
Transliteration A: mellētḗs Transliteration B: mellētēs Transliteration C: mellitis Beta Code: mellhth/s

English (LSJ)

οῦ, ὁ,

   A one who delays or procrastinates, Th.1.70, Arist.EN1124b24, Procop.Goth.3.1.

German (Pape)

[Seite 125] ὁ, der Zögernde, Zauderer, Thuc. 1, 70; Arist. eth. 4, 8 u. Sp.

Greek (Liddell-Scott)

μελλητής: -οῦ, ὁ, ὁ βραδύνων, ἀργοπορῶν, διστάζων Θουκ. 1. 70, Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 4. 3, 27.

French (Bailly abrégé)

οῦ (ὁ) :
qui diffère toujours, temporisateur.
Étymologie: μέλλω.

Greek Monolingual

μελλητής, ὁ (Α) μέλλω
αυτός που χρονοτριβεί, που αργοπορεί να κάνει κάτι («καὶ ἀργὸν εἶναι καὶ μελλητήν», Αριστοτ.).

Greek Monotonic

μελλητής: -οῦ, ὁ (μέλλω), αυτός που χρονοτριβεί, οκνηρός, σε Θουκ., Αριστ.