τριτημόριος: Difference between revisions
Λέοντι κρεῖττον ἢ γυναικὶ συμβιοῦν → Melius leonis feminae commercio → Mit einer Löwin lebt's sich besser als einer Frau
(42) |
(6) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-α, -ο / [[τριτημόριος]], -ον, ΝΜΑ, και δωρ. τ. ουδ. [[τριταμόριον]] Α<br /><b>1.</b> αυτός που αποτελεί το ένα τρίτο ενός συνόλου<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>το [[τριτημόριο]](<i>ν</i>)<br />α) το ένα τρίτο, καθένα από τα [[τρία]] ίσα μέρη ενός συνόλου<br />β) <b>μουσ.</b> το ένα τρίτο του τόνου<br /><b>μσν.</b><br /><b>1.</b> ο [[τριμερής]], αυτός που αποτελείται από [[τρία]] μέρη<br /><b>2.</b> <b>το αρσ. ως ουσ.</b> <i>ὁ [[τριτημόριος]]<br />[[τιμαριούχος]] που κατέβαλλε στον επικυρίαρχο το ένα τρίτο τών εισοδημάτων από το τιμάριό του, [[καθώς]] και ο [[πάροικος]] που κατέβαλλε το ένα τρίτο της παραγωγής τών [[γαιών]] που καλλιεργούσε<br /><b>αρχ.</b><br />ο [[ίσος]] [[προς]] το ένα τρίτο ενός όλου («τριτημορίη ἡ Ἀσσυρίη τῆς ἄλλης Ἀσίης», <b>Ηρόδ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[τρίτος]] <span style="color: red;">+</span> [[μόριον]] (<span style="color: red;"><</span> [[μόρος]]), <b>πρβλ.</b> <i>πολλοστη</i>-[[μόριος]]. | |mltxt=-α, -ο / [[τριτημόριος]], -ον, ΝΜΑ, και δωρ. τ. ουδ. [[τριταμόριον]] Α<br /><b>1.</b> αυτός που αποτελεί το ένα τρίτο ενός συνόλου<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>το [[τριτημόριο]](<i>ν</i>)<br />α) το ένα τρίτο, καθένα από τα [[τρία]] ίσα μέρη ενός συνόλου<br />β) <b>μουσ.</b> το ένα τρίτο του τόνου<br /><b>μσν.</b><br /><b>1.</b> ο [[τριμερής]], αυτός που αποτελείται από [[τρία]] μέρη<br /><b>2.</b> <b>το αρσ. ως ουσ.</b> <i>ὁ [[τριτημόριος]]<br />[[τιμαριούχος]] που κατέβαλλε στον επικυρίαρχο το ένα τρίτο τών εισοδημάτων από το τιμάριό του, [[καθώς]] και ο [[πάροικος]] που κατέβαλλε το ένα τρίτο της παραγωγής τών [[γαιών]] που καλλιεργούσε<br /><b>αρχ.</b><br />ο [[ίσος]] [[προς]] το ένα τρίτο ενός όλου («τριτημορίη ἡ Ἀσσυρίη τῆς ἄλλης Ἀσίης», <b>Ηρόδ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[τρίτος]] <span style="color: red;">+</span> [[μόριον]] (<span style="color: red;"><</span> [[μόρος]]), <b>πρβλ.</b> <i>πολλοστη</i>-[[μόριος]]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''τρῐτημόριος:''' -α, -ον ([[μόριον]])·<br /><b class="num">I.</b> [[ίσος]] προς το τρίτο [[μέρος]], με γεν., σε Ηρόδ.<br /><b class="num">II.</b> ως ουσ., <i>τριτημόριον</i>, <i>τό</i>, το τρίτο [[μέρος]], το 1/3, στον ίδ., Θουκ. κ.λπ. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:16, 30 December 2018
English (LSJ)
α, ον (ος, ον v. infr.),
A equal to a third part, c. gen., τριτημορίη ἡ Ἀσσυρίη τῆς ἄλλης Ἀσίης Hdt. 1.192; ἡ τριτημόριος [δίεσις] Cleonid.Harm.7; λόγος τ. a ratio of 1:3, Theo Sm. p.76H. II as Subst., τριτημόριον, τό, third part, Hdt.9.34, Th. 2.98, Pl.Phd.105b, Euc.Sect.Can.6, etc. 2 a coin, = τριταρτημόριον, Poll.9.65.
Greek (Liddell-Scott)
τρῐτημόριος: -α, -ον, ἴσος πρὸς τὸ τρίτον μέρος, μετὰ γεν., τριτημορίη ἡ Ἀσσυρίη τῆς ἄλλης Ἀσίης Ἡρόδ. 1. 192. ΙΙ. ὡς οὐσιαστ., τριτημόριον, τό, τὸ τρίτον μέρος, τὸ ἓν τρίτον, Ἡρόδ. 9. 34, Θουκ. 2. 98, Πλάτ., κλπ· πρβλ. τριπλάσιος ΙΙ. 2) νόμισμα ἰσοδύναμον πρὸς ἓξ χαλκοῦς, Πολυδ. Θ΄, 65, 66 πρβλ. τριτήμορον. 3) ἐν τῇ Μουσικῇ τὸ τρίτον τοῦ τόνου, Chappell Anc. Mus. σ. 203.
French (Bailly abrégé)
α, ον :
qui contient ou forme le tiers d’une chose ; τὸ τριτημόριον le tiers d’une ch.
Étymologie: τρίτος, μόρος.
Greek Monolingual
-α, -ο / τριτημόριος, -ον, ΝΜΑ, και δωρ. τ. ουδ. τριταμόριον Α
1. αυτός που αποτελεί το ένα τρίτο ενός συνόλου
2. το ουδ. ως ουσ. το τριτημόριο(ν)
α) το ένα τρίτο, καθένα από τα τρία ίσα μέρη ενός συνόλου
β) μουσ. το ένα τρίτο του τόνου
μσν.
1. ο τριμερής, αυτός που αποτελείται από τρία μέρη
2. το αρσ. ως ουσ. ὁ τριτημόριος
τιμαριούχος που κατέβαλλε στον επικυρίαρχο το ένα τρίτο τών εισοδημάτων από το τιμάριό του, καθώς και ο πάροικος που κατέβαλλε το ένα τρίτο της παραγωγής τών γαιών που καλλιεργούσε
αρχ.
ο ίσος προς το ένα τρίτο ενός όλου («τριτημορίη ἡ Ἀσσυρίη τῆς ἄλλης Ἀσίης», Ηρόδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < τρίτος + μόριον (< μόρος), πρβλ. πολλοστη-μόριος.
Greek Monotonic
τρῐτημόριος: -α, -ον (μόριον)·
I. ίσος προς το τρίτο μέρος, με γεν., σε Ηρόδ.
II. ως ουσ., τριτημόριον, τό, το τρίτο μέρος, το 1/3, στον ίδ., Θουκ. κ.λπ.