τυρόνωτος: Difference between revisions
Βιοῦν ἀλύπως θνητὸν ὄντ' οὐ ῥᾴδιον → Mortalis ullus vix sit exsors tristium → Schwer ist's für Sterbliche zu leben ohne Leid
(42) |
(6) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-ον, Α<br />(για [[πίτα]])<br /><b>1.</b> αυτός που περιέχει [[τυρί]]<br /><b>2.</b> καλυμμένος ή πασπαλισμένος με [[τυρί]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[τυρός]] <span style="color: red;">+</span> [[νῶτον]] (<b>πρβλ.</b> <i>πορφυρό</i>- <i>νωτος</i>)]. | |mltxt=-ον, Α<br />(για [[πίτα]])<br /><b>1.</b> αυτός που περιέχει [[τυρί]]<br /><b>2.</b> καλυμμένος ή πασπαλισμένος με [[τυρί]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[τυρός]] <span style="color: red;">+</span> [[νῶτον]] (<b>πρβλ.</b> <i>πορφυρό</i>- <i>νωτος</i>)]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''τῡρόνωτος:''' -ον, καλυμμένος με [[τυρί]], σε Αριστοφ. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:20, 30 December 2018
English (LSJ)
ον,
A cheese-backed, i. e. spread with cheese, πλακοῦντος κύκλος Ar.Ach. 1125 (cf. τυροφόρος) —parodied from Γοργόνωτος.
German (Pape)
[Seite 1165] mit einem Rücken von Käse, πλακοῦς, Ar. Ach. 1090.
Greek (Liddell-Scott)
τῡρόνωτος: -ον, ὁ ἔχων τὰ νῶτα ἐκ τυροῦ, δηλ. κεκαλυμμένος ἢ πεπασμένος διὰ τυροῦ, ἢ ἁπλῶς ἔχων τυρόν, τυρόνωτον κύκλον πλακοῦντος Ἀριστοφ. Ἀχ. 1126 (πρβλ. τυροφόρος), ― κατὰ παρῳδίαν τοῦ σιδηρόνωτος.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
recouvert de fromage (gâteau).
Étymologie: τυρός, νῶτον.
Greek Monolingual
-ον, Α
(για πίτα)
1. αυτός που περιέχει τυρί
2. καλυμμένος ή πασπαλισμένος με τυρί.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τυρός + νῶτον (πρβλ. πορφυρό- νωτος)].
Greek Monotonic
τῡρόνωτος: -ον, καλυμμένος με τυρί, σε Αριστοφ.