ἐξόμιλος: Difference between revisions
From LSJ
Ἐχθροὺς ἀμύνου μὴ ‘πὶ τῇ σαυτοῦ βλάβῃ → Ulciscere hostem, non tamen damno tuo → Die Feinde wehre ohne Schaden für dich ab
(12) |
(4) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[ἐξόμιλος]], -ον (Α) [[όμιλος]]<br />αυτός που βρίσκεται [[μακριά]] από τον όμιλο, από τη συγκεντρωμένη [[ομάδα]]. | |mltxt=[[ἐξόμιλος]], -ον (Α) [[όμιλος]]<br />αυτός που βρίσκεται [[μακριά]] από τον όμιλο, από τη συγκεντρωμένη [[ομάδα]]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''ἐξόμῑλος:''' -ον, αυτός που βρίσκεται έξω από τον κύκλο του, [[ξένος]], σε Σοφ. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:23, 30 December 2018
English (LSJ)
ον,
A out of one's society, alien, S.Tr.964 (lyr.).
German (Pape)
[Seite 886] außer Verkehr, ξένων γὰρ ἐξόμιλος ἥδε ἡ βάσις Soph. Trach. 960, fern von den Anderen.
Greek (Liddell-Scott)
ἐξόμιλος: -ον, ὁ ἔξω ὁμίλου τινός, ἀλλότριος, ξένων γὰρ ἐξόμιλος ἥδε τις βάσις Σοφ. Τρ. 964.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
sans relations avec personne, étranger.
Étymologie: ἐξ, ὅμιλος.
Greek Monolingual
ἐξόμιλος, -ον (Α) όμιλος
αυτός που βρίσκεται μακριά από τον όμιλο, από τη συγκεντρωμένη ομάδα.
Greek Monotonic
ἐξόμῑλος: -ον, αυτός που βρίσκεται έξω από τον κύκλο του, ξένος, σε Σοφ.