τρίστοιχος: Difference between revisions
(42) |
(6) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-η, -ο / [[τρίστοιχος]], -ον, ΝΜΑ<br />αυτός που έχει διαταχθεί σε [[τρεις]] σειρές (α. «τρίστοιχοι ὀδόντες πυκνοί», <b>Ομ. Οδ.</b><br />β. «τρίστοιχοι κριθαί», Θεόφρ.<br />γ. «ἔχειν ἐπ' ἀμφότερα τριστοίχους τοὺς ὀδόντας», <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[τριπλός]] («τρίστοιχοι κεφαλαί», Ερμησιάν.)<br /><b>2.</b> <b>γραμμ.</b> αυτός που αποτελείται από [[τρία]] στοιχεία, από [[τρία]] γράμματα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>τρι</i>- <span style="color: red;">+</span> [[στοῖχος]] «[[σειρά]], [[γραμμή]]» (<b>πρβλ.</b> <i>πεντά</i>-<i>στοιχος</i>)]. | |mltxt=-η, -ο / [[τρίστοιχος]], -ον, ΝΜΑ<br />αυτός που έχει διαταχθεί σε [[τρεις]] σειρές (α. «τρίστοιχοι ὀδόντες πυκνοί», <b>Ομ. Οδ.</b><br />β. «τρίστοιχοι κριθαί», Θεόφρ.<br />γ. «ἔχειν ἐπ' ἀμφότερα τριστοίχους τοὺς ὀδόντας», <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[τριπλός]] («τρίστοιχοι κεφαλαί», Ερμησιάν.)<br /><b>2.</b> <b>γραμμ.</b> αυτός που αποτελείται από [[τρία]] στοιχεία, από [[τρία]] γράμματα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>τρι</i>- <span style="color: red;">+</span> [[στοῖχος]] «[[σειρά]], [[γραμμή]]» (<b>πρβλ.</b> <i>πεντά</i>-<i>στοιχος</i>)]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''τρίστοιχος:''' -ον, αυτός που αποτελείται από [[τρεις]] σειρές, σε Ομήρ. Οδ.· [[τριπλός]], σε Ανθ. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:24, 30 December 2018
English (LSJ)
ον,
A in three rows, ὀδόντες Od.12.91, Ctes. ap. Arist.HA501a27; κριθαί Thphr.HP8.4.2; equipped with three rows (of teeth), χείλεα Opp.C.3.413. II threefold, triple, μαστός, βόθρος, AP9.668.5 (Marian.), Orph.A.951; τ. κεφαλαί, of Cerberus, Hermesian.7.12.
German (Pape)
[Seite 1148] in drei Reihen, Abtheilungen; Od. 12, 91, ὀδόντες; vgl. Arist. H. A. 2, 1; Nic. Th. 442 u. a. Sp.
Greek (Liddell-Scott)
τρίστοιχος: -ον, ὁ ἐκ τριῶν σειρῶν συγκείμενος, εἰς τρεῖς σειρὰς διατεταγμένος, ἐν δὲ ἑκάστῃ σμερδαλέη κεφαλή, ἐν δὲ τρίστοιχοι ὀδόντες, πυκνοὶ καὶ θαμέες, περὶ τῶν κεφαλῶν τῆς Σκύλλης καὶ τῶν ἐν αὐταῖς ὀδόντων, Ὀδ. Μ. 91, Κτησ. παρ’ Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 2. 1, 53, Θεόφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 8. 4, 2. ΙΙ. Παρὰ ποιηταῖς, τριπλοῦς, μαστός, βόθρος Ἀνθ. Π. 9. 668, Ὀρφ.· τρ. κεφαλαί, ἐπὶ τοῦ Κερβέρου, Ἑρμησιάναξ. 3. 12· τρ. χείλεα Ὀππ. Κυν. 3. 413. ΙΙΙ. ὁ ἀποτελούμενος ἐκ τριῶν στοιχείων, δηλ. γραμμάτων, Πορφύρ. παρ’ Εὐσεβ. ΙΙΙ, 305C, D.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui est sur trois rangs, à triple rangée.
Étymologie: τρεῖς, στείχω.
English (Autenrieth)
in three rows, Od. 12.91†.
Greek Monolingual
-η, -ο / τρίστοιχος, -ον, ΝΜΑ
αυτός που έχει διαταχθεί σε τρεις σειρές (α. «τρίστοιχοι ὀδόντες πυκνοί», Ομ. Οδ.
β. «τρίστοιχοι κριθαί», Θεόφρ.
γ. «ἔχειν ἐπ' ἀμφότερα τριστοίχους τοὺς ὀδόντας», Αριστοτ.)
αρχ.
1. τριπλός («τρίστοιχοι κεφαλαί», Ερμησιάν.)
2. γραμμ. αυτός που αποτελείται από τρία στοιχεία, από τρία γράμματα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τρι- + στοῖχος «σειρά, γραμμή» (πρβλ. πεντά-στοιχος)].
Greek Monotonic
τρίστοιχος: -ον, αυτός που αποτελείται από τρεις σειρές, σε Ομήρ. Οδ.· τριπλός, σε Ανθ.