πεδιονόμος: Difference between revisions

From LSJ

τὸ δὲ μέλλον ἀκριβῶς οἶδεν οὐδεὶς θνατὸς ὅπᾳ φέρεται → but as for the future no mortal knows for certain where he is bound

Source
(31)
(5)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ο / [[πεδιονόμος]], -ον, ΝΑ<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>το αρσ. ως ουσ.</b> <i>ο [[πεδιονόμος]]<br /><b>ζωολ.</b> [[γένος]] μικροσκοπικών πουλιών της Αυστραλίας που μοιάζουν με ορτύκια και ανήκουν στην [[τάξη]] γερανόμορφα<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που κατοικεί στην [[πεδιάδα]]<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «πεδιονόμοι θεοί» — θεοί τών πεδιάδων.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[πεδίον]] <span style="color: red;">+</span> -[[νόμος]]. Η λ. ως επιστημον. όρος [[είναι]] αντιδάνεια, <b>πρβλ.</b> αγγλ. <i>pedionomus</i>].
|mltxt=-ο / [[πεδιονόμος]], -ον, ΝΑ<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>το αρσ. ως ουσ.</b> <i>ο [[πεδιονόμος]]<br /><b>ζωολ.</b> [[γένος]] μικροσκοπικών πουλιών της Αυστραλίας που μοιάζουν με ορτύκια και ανήκουν στην [[τάξη]] γερανόμορφα<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που κατοικεί στην [[πεδιάδα]]<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «πεδιονόμοι θεοί» — θεοί τών πεδιάδων.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[πεδίον]] <span style="color: red;">+</span> -[[νόμος]]. Η λ. ως επιστημον. όρος [[είναι]] αντιδάνεια, <b>πρβλ.</b> αγγλ. <i>pedionomus</i>].
}}
{{lsm
|lsmtext='''πεδιονόμος:''' -ον ([[νέμομαι]]), αυτός που κατοικεί σε πεδιάδες, <i>πεδιονόμοι θεοί</i>, θεοί της χώρας, σε Αισχύλ.
}}
}}

Revision as of 19:24, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πεδιονόμος Medium diacritics: πεδιονόμος Low diacritics: πεδιονόμος Capitals: ΠΕΔΙΟΝΟΜΟΣ
Transliteration A: pedionómos Transliteration B: pedionomos Transliteration C: pedionomos Beta Code: pediono/mos

English (LSJ)

ον,

   A dwelling in the plain, π. θεοί rural deities, A.Th. 272.

German (Pape)

[Seite 541] die Ebenen oder die Felder bewohnend, von Göttern, Aesch. Spt. 254.

Greek (Liddell-Scott)

πεδιονόμος: -ον, (νέμομαι) ὁ κατοικῶν ἐν πεδιάδι, π. θεοί, οἱ τῶν πεδίων θεοί, Αἰσχύλ. Θήβ. 272.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui habite les plaines.
Étymologie: πεδίον, νέμω.

Greek Monolingual

-ο / πεδιονόμος, -ον, ΝΑ
νεοελλ.
το αρσ. ως ουσ. ο πεδιονόμος
ζωολ. γένος μικροσκοπικών πουλιών της Αυστραλίας που μοιάζουν με ορτύκια και ανήκουν στην τάξη γερανόμορφα
αρχ.
1. αυτός που κατοικεί στην πεδιάδα
2. φρ. «πεδιονόμοι θεοί» — θεοί τών πεδιάδων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πεδίον + -νόμος. Η λ. ως επιστημον. όρος είναι αντιδάνεια, πρβλ. αγγλ. pedionomus].

Greek Monotonic

πεδιονόμος: -ον (νέμομαι), αυτός που κατοικεί σε πεδιάδες, πεδιονόμοι θεοί, θεοί της χώρας, σε Αισχύλ.