καλλίπυλος: Difference between revisions

From LSJ

Θνητὸς πεφυκὼς τοὐπίσω πειρῶ βλέπειν → Homo natus id, quod instat, ut videas, age → Als sterblich Wesen mühe dich zu seh'n, was folgt

Menander, Monostichoi, 249
(18)
(5)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[καλλίπυλος]], -ον (Α)<br />αυτός που έχει ωραίες πύλες.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>καλλ</i>(<i>ι</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>πυλος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[πύλη]]), <b>[[πρβλ]].</b> [[μεγαλό]]-<i>πυλος</i>, <i>υψί</i>-<i>πυλος</i>].
|mltxt=[[καλλίπυλος]], -ον (Α)<br />αυτός που έχει ωραίες πύλες.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>καλλ</i>(<i>ι</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>πυλος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[πύλη]]), <b>[[πρβλ]].</b> [[μεγαλό]]-<i>πυλος</i>, <i>υψί</i>-<i>πυλος</i>].
}}
{{lsm
|lsmtext='''καλλίπῠλος:''' -ον ([[πύλη]]), αυτός που έχει ωραίες πύλες, σε Ανθ.
}}
}}

Revision as of 19:26, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: καλλῐπῠλος Medium diacritics: καλλίπυλος Low diacritics: καλλίπυλος Capitals: ΚΑΛΛΙΠΥΛΟΣ
Transliteration A: kallípylos Transliteration B: kallipylos Transliteration C: kallipylos Beta Code: kalli/pulos

English (LSJ)

ον,

   A with beautiful gates, Θήβη Epigr.Gr.993.

German (Pape)

[Seite 1310] schönthorig, Θήβη Asclepiodt. (App. 16).

Greek (Liddell-Scott)

καλλίπῠλος: -ον, ἔχων ὡραίας πύλας, Θήβη Ἀνθ. Π. παράρτ. 16.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
aux belles portes.
Étymologie: καλός, πύλη.

Greek Monolingual

καλλίπυλος, -ον (Α)
αυτός που έχει ωραίες πύλες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < καλλ(ι)- + -πυλος (< πύλη), πρβλ. μεγαλό-πυλος, υψί-πυλος].

Greek Monotonic

καλλίπῠλος: -ον (πύλη), αυτός που έχει ωραίες πύλες, σε Ανθ.