μακαριστός: Difference between revisions

From LSJ

κρείσσων γὰρ ἦσθα μηκέτ' ὢν ἢ ζῶν τυφλός → thou wert better not alive, than living blind | you were better not alive, than living blind

Source
(23)
(5)
Line 18: Line 18:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[μακαριστός]], -ή, -όν (AM) [[μακαρίζω]]<br />αυτός που θεωρείται [[μακάριος]]<br /><b>μσν.</b><br /><b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ μακαριστόν</i><br />[[μακαρισμός]], [[καλοτύχισμα]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[ζηλευτός]], [[ποθητός]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>μακαριστῶς</i> (Α)<br />με μακαριστό τρόπο.
|mltxt=[[μακαριστός]], -ή, -όν (AM) [[μακαρίζω]]<br />αυτός που θεωρείται [[μακάριος]]<br /><b>μσν.</b><br /><b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ μακαριστόν</i><br />[[μακαρισμός]], [[καλοτύχισμα]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[ζηλευτός]], [[ποθητός]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>μακαριστῶς</i> (Α)<br />με μακαριστό τρόπο.
}}
{{lsm
|lsmtext='''μᾰκᾰριστός:''' -ή, -όν, ρημ. επίθ., αυτός που θεωρείται ή αυτός που πρέπει να θεωρείται [[ευτυχισμένος]], [[αξιοζήλευτος]].
}}
}}

Revision as of 19:27, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μᾰκᾰριστός Medium diacritics: μακαριστός Low diacritics: μακαριστός Capitals: ΜΑΚΑΡΙΣΤΟΣ
Transliteration A: makaristós Transliteration B: makaristos Transliteration C: makaristos Beta Code: makaristo/s

English (LSJ)

ή, όν,

   A deemed or to be deemed happy, ἐς Ἀΐδα κατέβα πᾶσιν μ. ἰδέσθαι IG12.1085; πρὸς πάντων ἀνθρώπων Hdt.7.18; ἡ ὑπὸ τῶν πολλῶν μ. αἵρεσις Pl.Phdr.256c; πᾶσι Χαλδαίοις X.Cyr.7.2.6: abs., enviable, Ar.V. 550, Epicur.Sent.Vat. 17; μ. γάμος Ar.Av.1725; ὦ μακαριστὲ Κομᾶτα Theoc.7.83, cf. Call.Epigr.in Berl.Sitzb.1912.548 (fort. proparox., quasi-Sup. of μάκαρ): Comp. -ότερος Isoc.8.143: Sup. -ότατος Lyr.Adesp. 139.6, X.Mem.2.1.33, Isoc.9.70, Sammelb.5765.4 (iii/iv A.D.), Man.1.209; αἱ -όταται φύσεις Phld.Herc.1232p.70V. Adv. -τῶς, διάγειν J.AJ2.6.1.

Greek (Liddell-Scott)

μᾰκᾰριστός: -ή, -όν, ὡς τὸ ζηλωτός, ὁ θεωρούμενος ἢ δυνάμενος νὰ θεωρηθῇ μακάριος, ὁ μακαριζόμενος, πρὸς πάντων ἀνθρώπων Ἡρόδ. 7. 18· ὑπὸ πολλῶν Πλάτ. Φαῖδρ. 256G· πᾶσι Χαλδαίοις Ξεν. Κύρ. 7. 2, 6· ἀπολ., ἐπίφθονος, «ζηλευτός», Ἀριστοφ. Σφ. 550, Ξεν. Ἀπομν. 2. 1, 33 (ἐν τῷ ὑπερ. -ιστότατος)· μ. γάμος Ἀριστοφ. Ὄρν. 1725· ὦ μακαριστὲ Κομᾶτα Θεόκρ. 7. 83· Ἐπίρρ. -τῶς, Ἰωσήπ. Ἰουδ. Ἀρχ. 2. 6, 1.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
qu’on estime ou qu’on peut estimer heureux;
Sp. μακαριστότατος.
Étymologie: μακαρίζω.

Greek Monolingual

μακαριστός, -ή, -όν (AM) μακαρίζω
αυτός που θεωρείται μακάριος
μσν.
το ουδ. ως ουσ. τὸ μακαριστόν
μακαρισμός, καλοτύχισμα
αρχ.
ζηλευτός, ποθητός.
επίρρ...
μακαριστῶς (Α)
με μακαριστό τρόπο.

Greek Monotonic

μᾰκᾰριστός: -ή, -όν, ρημ. επίθ., αυτός που θεωρείται ή αυτός που πρέπει να θεωρείται ευτυχισμένος, αξιοζήλευτος.