ἡδυφωνία: Difference between revisions
From LSJ
ἑτέρως ἠδύνατο βέλτιον ἢ ὡς νῦν ἔχει κατεσκευάσθαι → otherwise they could have been constructed better than they are now (Galen, On the use of parts of the body 4.143.1 Kühn)
(16) |
(4) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[ἡδυφωνία]], ἡ (AM) [[ηδύφωνος]]<br />η [[γλυκύτητα]] της φωνής ή του ήχου («[[ἡδυφωνία]] Σειρήνων», <b>Φώτ.</b>). | |mltxt=[[ἡδυφωνία]], ἡ (AM) [[ηδύφωνος]]<br />η [[γλυκύτητα]] της φωνής ή του ήχου («[[ἡδυφωνία]] Σειρήνων», <b>Φώτ.</b>). | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''ἡδυφωνία:''' ἡ, [[γλυκύτητα]] φωνής ή ήχου, σε Βάβρ. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:35, 30 December 2018
English (LSJ)
ἡ,
A sweetness of sound, Babr.9.3, Alciphr.3.12, etc.
German (Pape)
[Seite 1155] ἡ, angenehme Stimme, Babr. 9, 3 u. VLL.; σύριγγος, Alciphr. 3, 12.
Greek (Liddell-Scott)
ἡδυφωνία: ἡ, ἡδύτης φωνῆς ἢ ἤχου, Βάβρ. 9. 3· σύριγγος Ἀλκίφρων 3. 12, κτλ.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
voix ou son agréable.
Étymologie: ἡδύφωνος.
Greek Monolingual
ἡδυφωνία, ἡ (AM) ηδύφωνος
η γλυκύτητα της φωνής ή του ήχου («ἡδυφωνία Σειρήνων», Φώτ.).
Greek Monotonic
ἡδυφωνία: ἡ, γλυκύτητα φωνής ή ήχου, σε Βάβρ.