καλλιγύναιξ: Difference between revisions

From LSJ

ἀναβάντα γὰρ εἰς τὴν ἀκρόπολιν, καὶ διὰ τὴν ὑπερβολὴν τῆς λύπης προσκόψαντα τῷ ζῆν, ἑαυτὸν κατακρημνίσαι → for he ascended the acropolis and then, because he was disgusted with life by reason of his excessive grief, cast himself down the height

Source
(18)
(5)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[καλλιγύναιξ]], -ακος, ὁ, ἡ (Α)<br />[[τόπος]] που έχει ωραίες γυναίκες («Ἑλλάδα καλλιγύναικα», <b>Ομ. Ιλ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>καλλ</i>(<i>ι</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>γύναιξ</i> (<span style="color: red;"><</span> θ. <i>γυναικ</i>- του [[γυνή]], <b>[[πρβλ]].</b> γεν. <i>γυναικ</i>-<i>ός</i>), <b>[[πρβλ]].</b> <i>ημι</i>-<i>γύναιξ</i>, <i>φιλο</i>-<i>γύναιξ</i>.
|mltxt=[[καλλιγύναιξ]], -ακος, ὁ, ἡ (Α)<br />[[τόπος]] που έχει ωραίες γυναίκες («Ἑλλάδα καλλιγύναικα», <b>Ομ. Ιλ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>καλλ</i>(<i>ι</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>γύναιξ</i> (<span style="color: red;"><</span> θ. <i>γυναικ</i>- του [[γυνή]], <b>[[πρβλ]].</b> γεν. <i>γυναικ</i>-<i>ός</i>), <b>[[πρβλ]].</b> <i>ημι</i>-<i>γύναιξ</i>, <i>φιλο</i>-<i>γύναιξ</i>.
}}
{{lsm
|lsmtext='''καλλιγύναιξ:''' [ῠ], ὁ, ἡ ([[γυνή]]), αυτός που έχει ωραίες γυναίκες, μόνο στις πλάγιες πτώσεις, <i>Ἑλλάδα καλλιγύναικα Ἀχαιΐδα κ</i>., <i>Σπάρτην κ</i>., σε Όμηρ.
}}
}}

Revision as of 19:40, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: καλλῐγύναιξ Medium diacritics: καλλιγύναιξ Low diacritics: καλλιγύναιξ Capitals: ΚΑΛΛΙΓΥΝΑΙΞ
Transliteration A: kalligýnaix Transliteration B: kalligynaix Transliteration C: kalligynaiks Beta Code: kalligu/naic

English (LSJ)

[ῠ], ὁ, ἡ, gen. αικος,

   A with beautiful women, poet. word, only in obl. cases, Ἑλλάδα καλλιγύναικα, Ἀχαιΐδα κ., Σπάρτην κ., Il.2.683, 3.75, Od.13.412: gen., Sapph.[26]: dat., Pi.P.9.74.

German (Pape)

[Seite 1309] αικος, im nom. nur E. M., reich an schönen Frauen; Ἑλλάδα καλλιγύναικα Il. 2, 683; Ἀχαιΐδα 3, 75; Σπάρτην Od. 13, 412; καλλιγύναικι πάτρᾳ Pind. P. 9, 77; gen., Sapph. bei Ath. 599 d; sp. D., wie Coluth. 727, im acc.

Greek (Liddell-Scott)

καλλιγύναιξ: ῠ, ὁ, ἡ, ἔχων ὡραίας γυναῖκας, ποιητ. λέξ., ἐν χρήσει μόνον ἐν ταῖς πλαγίαις πτώσεσιν (Λοβέκ. εἰς Φρύν. 659)· ὁ Ὅμ. ἔχει Ἑλλάδα καλλιγύναικα, Ἀχαιΐδα κ., Σπάρτην κ. ἐν Ἰλ. Β. 683., Γ. 75, Ὀδ. Ν. 412· ἡ Σαπφὼ ἐν 135 ἔχει τὴν γενικὴν καὶ ὁ Πίνδ. ἐν Π. 9. 131 τὴν δοτ. ― Πρβλ. ἀγύναιξ.

French (Bailly abrégé)

αικος (ὁ, ἡ)
riche en belles femmes (pays).
Étymologie: καλός, γυνή.

English (Slater)

καλλῐγῠναιξ
   1 of beautiful women καλλιγύναικι πάτρᾳ Cyrene (P. 9.74)

Greek Monolingual

καλλιγύναιξ, -ακος, ὁ, ἡ (Α)
τόπος που έχει ωραίες γυναίκες («Ἑλλάδα καλλιγύναικα», Ομ. Ιλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < καλλ(ι)- + -γύναιξ (< θ. γυναικ- του γυνή, πρβλ. γεν. γυναικ-ός), πρβλ. ημι-γύναιξ, φιλο-γύναιξ.

Greek Monotonic

καλλιγύναιξ: [ῠ], ὁ, ἡ (γυνή), αυτός που έχει ωραίες γυναίκες, μόνο στις πλάγιες πτώσεις, Ἑλλάδα καλλιγύναικα Ἀχαιΐδα κ., Σπάρτην κ., σε Όμηρ.