τριακοντάζυγος: Difference between revisions

From LSJ

Τὰς γὰρ ἡδονὰς ὅταν προδῶσιν ἄνδρες, οὐ τίθημ' ἐγὼ ζῆν τοῦτον, ἀλλ' ἔμψυχον ἡγοῦμαι νεκρόν → But when people lose their pleasures, I do not consider this liferather, it is just a corpse with a soul

Sophocles, Antigone, 1165-7
(41)
(6)
Line 18: Line 18:
{{grml
{{grml
|mltxt=και [[τριακοντόζυγος]], -ον, Α<br />αυτός που έχει [[τριάντα]] καθίσματα κωπηλατών.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[τριάκοντα]] <span style="color: red;">+</span> [[ζυγός]].
|mltxt=και [[τριακοντόζυγος]], -ον, Α<br />αυτός που έχει [[τριάντα]] καθίσματα κωπηλατών.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[τριάκοντα]] <span style="color: red;">+</span> [[ζυγός]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''τριᾱκοντάζῠγος:''' -ον, αυτός που έχει [[τριάντα]] καθίσματα κωπηλατών, σε Θεόκρ.
}}
}}

Revision as of 19:40, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τρῐᾱκοντάζῠγος Medium diacritics: τριακοντάζυγος Low diacritics: τριακοντάζυγος Capitals: ΤΡΙΑΚΟΝΤΑΖΥΓΟΣ
Transliteration A: triakontázygos Transliteration B: triakontazygos Transliteration C: triakontazygos Beta Code: triakonta/zugos

English (LSJ)

ον,

   A with thirty benches of oars, Ἀργώ Theoc.13.74.

Greek (Liddell-Scott)

τριᾱκοντάζῠγος: -ον, ὁ ἔχων τριάκοντα καθίσματα κωπηλατῶν, Ἀργὼ Θεόκρ. 13. 74, ἔνθα διάφ. γραφ. τριακοντόζυγος.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
à trente bancs de rameurs.
Étymologie: τριάκοντα, ζυγόν.

Greek Monolingual

και τριακοντόζυγος, -ον, Α
αυτός που έχει τριάντα καθίσματα κωπηλατών.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τριάκοντα + ζυγός.

Greek Monotonic

τριᾱκοντάζῠγος: -ον, αυτός που έχει τριάντα καθίσματα κωπηλατών, σε Θεόκρ.