φορολόγος: Difference between revisions

From LSJ

Γέλως ἄκαιρος κλαυθμάτων παραίτιος → Grave est malum homini risus haud in tempus → Zur falschen Zeit gelacht, hat Tränen schon gebracht

Menander, Monostichoi, 88
(45)
(6)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=ὁ, Α<br />αυτός που εισπράττει τους φόρους.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[φόρος]] <span style="color: red;">+</span> -[[λόγος]]].
|mltxt=ὁ, Α<br />αυτός που εισπράττει τους φόρους.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[φόρος]] <span style="color: red;">+</span> -[[λόγος]]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''φορολόγος:''' -ον ([[λέγω]]), αυτός που εισπράττει φόρους, σε Πλούτ.
}}
}}

Revision as of 19:40, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: φορολόγος Medium diacritics: φορολόγος Low diacritics: φορολόγος Capitals: ΦΟΡΟΛΟΓΟΣ
Transliteration A: phorológos Transliteration B: phorologos Transliteration C: forologos Beta Code: foro/logos

English (LSJ)

(parox.), ὁ,

   A tax-gatherer, PPetr.3p.304 (iii B. C.), PSI4.362.8 (iii B. C.), LXX Jb.3.18, al., Plu.Pyrrh.23, Cat.Cod.Astr.2.164, Paul.Al.N.1; φ. τεττάρων πόλεων Str.14.1.41.

German (Pape)

[Seite 1300] Abgaben, Zölle, Steuern einsammelnd, einnehmend, Sp., wie Plut. Cim. 19.

Greek (Liddell-Scott)

φορολόγος: -ον, ὁ εἰσπράττων δημοσίους φόρους, εἰσπράκτωρ, Ἑβδ. (Ἰὼβ Γ΄, 18, κ. ἀλλ.), Πλουτ. Πύρρ. 23.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
percepteur des impositions.
Étymologie: φόρος, λέγω².

Greek Monolingual

ὁ, Α
αυτός που εισπράττει τους φόρους.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φόρος + -λόγος].

Greek Monotonic

φορολόγος: -ον (λέγω), αυτός που εισπράττει φόρους, σε Πλούτ.