ῥινόσιμος: Difference between revisions

From LSJ

Ὁ μὴ γαμῶν ἄνθρωπος οὐκ ἔχει κακά → Multis malis caret ille, qui uxorem haud habet → Der Mann, der ledig bleibt, kennt keinen Leidensdruck

Menander, Monostichoi, 437
(36)
(6)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ον, Α<br />αυτός που έχει σιμή, πλακουτσωτή [[μύτη]], πλακουτσωμύτης.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ῥίς</i>, [[ῥινός]] <span style="color: red;">+</span> [[σιμός]] «αυτός που έχει πλακουτσωτή [[μύτη]]»].
|mltxt=-ον, Α<br />αυτός που έχει σιμή, πλακουτσωτή [[μύτη]], πλακουτσωμύτης.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ῥίς</i>, [[ῥινός]] <span style="color: red;">+</span> [[σιμός]] «αυτός που έχει πλακουτσωτή [[μύτη]]»].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ῥῑνόσῑμος:''' -ον ([[ῥίς]]), αυτός που βρίσκεται κοντά στη [[μύτη]], αυτός που έχει κοντόχονδρη ή ανασηκωμένη [[μύτη]], [[πλακουτσομύτης]], σε Λουκ.
}}
}}

Revision as of 19:42, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ῥῑνόσῑμος Medium diacritics: ῥινόσιμος Low diacritics: ρινόσιμος Capitals: ΡΙΝΟΣΙΜΟΣ
Transliteration A: rhinósimos Transliteration B: rhinosimos Transliteration C: rinosimos Beta Code: r(ino/simos

English (LSJ)

ον, (ῥίς)

   A snub-nosed, Luc.Bacch.2.

German (Pape)

[Seite 844] stumpfnasig, Luc. Bacch. 2.

Greek (Liddell-Scott)

ῥῑνόσῑμος: -ον, (ῥὶς) ὁ σιμὸς τὴν ῥῖνα, Λουκ. Διόνυσος 2.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
au nez camus.
Étymologie: ῥίς, σιμός.

Greek Monolingual

-ον, Α
αυτός που έχει σιμή, πλακουτσωτή μύτη, πλακουτσωμύτης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ῥίς, ῥινός + σιμός «αυτός που έχει πλακουτσωτή μύτη»].

Greek Monotonic

ῥῑνόσῑμος: -ον (ῥίς), αυτός που βρίσκεται κοντά στη μύτη, αυτός που έχει κοντόχονδρη ή ανασηκωμένη μύτη, πλακουτσομύτης, σε Λουκ.