μελισσοπόνος: Difference between revisions

From LSJ

ὕπνος δεινὸν ἀνθρώποις κακόνsleep is a terrible evil for humans (Menander, Sententiae monostichoi 1.523)

Source
(24)
(5)
Line 18: Line 18:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[μελισσοπόνος]], -ον (Α)<br />[[μελισσοκόμος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[μέλισσα]] <span style="color: red;">+</span> [[πόνος]] «[[μόχθος]], [[κόπος]]» (<b>[[πρβλ]].</b> <i>ματαιο</i>-[[πόνος]])].
|mltxt=[[μελισσοπόνος]], -ον (Α)<br />[[μελισσοκόμος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[μέλισσα]] <span style="color: red;">+</span> [[πόνος]] «[[μόχθος]], [[κόπος]]» (<b>[[πρβλ]].</b> <i>ματαιο</i>-[[πόνος]])].
}}
{{lsm
|lsmtext='''μελισσοπόνος:''' -ον, = [[μελιττουργός]], σε Ανθ.
}}
}}

Revision as of 19:48, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μελισσοπόνος Medium diacritics: μελισσοπόνος Low diacritics: μελισσοπόνος Capitals: ΜΕΛΙΣΣΟΠΟΝΟΣ
Transliteration A: melissopónos Transliteration B: melissoponos Transliteration C: melissoponos Beta Code: melissopo/nos

English (LSJ)

ον,

   A = μελισσοκόμος, AP6.239 (Apollonid.).

German (Pape)

[Seite 124] = μελισσοκόμος, Apollnds. 6 (VI, 239).

Greek (Liddell-Scott)

μελισσοπόνος: -ον, = μελισσοκόμος, Ἀνθ. Π. 6. 239.

Greek Monolingual

μελισσοπόνος, -ον (Α)
μελισσοκόμος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μέλισσα + πόνος «μόχθος, κόπος» (πρβλ. ματαιο-πόνος)].

Greek Monotonic

μελισσοπόνος: -ον, = μελιττουργός, σε Ανθ.