Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

κεν: Difference between revisions

From LSJ

Τὸ νικᾶν αὐτὸν αὑτὸν πασῶν νικῶν πρώτη τε καὶ ἀρίστη. Τὸ δὲ ἡττᾶσθαι αὐτὸν ὑφ' ἑαυτοῦ πάντων αἴσχιστόν τε ἅμα καὶ κάκιστον. → Τo conquer yourself is the first and best victory of all, while to be conquered by yourself is of all the most shameful as well as evil

Plato, Laws, 626e
(20)
(5)
Line 4: Line 4:
{{grml
{{grml
|mltxt=κεν και κε (Α)<br />(δυνητ. [[μόριο]]) αν.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Δυνητικό [[μόριο]] που χρησιμοποιούνταν όπως το ἄν και απαντά με ποικίλες μορφές: στην επικ. [[ποίηση]] ως <i>κεν</i>, στην αιολ. και κυπριακή διάλεκτο ως <i>κε</i> και στη δωρ. ως <i>κα</i>. Ο τ. <i>κεν</i> ([[κυρίως]] προ φωνήεντος) συνδέεται με αρχ. ινδ. <i>kam</i>, χεττιτ. <i>kan</i> και εμφανίζει πιθ. το δεικτικό [[στοιχείο]] <i>κε</i> (<b>βλ.</b> [[εκεί]], [[εκείνος]]) και το επιρρμ. (τοπικό) [[στοιχείο]] -<i>ν</i>. Κατ' άλλους, το ληκτικό αυτό -<i>ν</i> ερμηνεύεται ως ιων. εφελκυστικό που τίθεται στον αιολ. τ. <i>κε</i> προ φωνήεντος<br />ο τ. αυτός (<i>κε</i>) αποτελεί πιθ. [[προϊόν]] συμφυρμού τών <i>κεν</i> και <i>κα</i>. Ο δωρ. τ. <i>κᾱ</i>, [[τέλος]], απαντά αρχικά με <i>ᾱ</i> (η [[μαρτυρία]] του με <i>ᾰ</i> [[είναι]] αβέβαιη) και συνδέεται με ρωσ. -<i>ko</i>, -<i>ka</i>. Ανάγεται πιθ. στη συνεσταλμένη [[βαθμίδα]] ( <i>kņ</i>) του τ. <i>κεν</i> ( <i>ken</i>), αν το -<i>ν</i> θεωρηθεί επιρρμ. [[στοιχείο]] και όχι εφελκυστικό].
|mltxt=κεν και κε (Α)<br />(δυνητ. [[μόριο]]) αν.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Δυνητικό [[μόριο]] που χρησιμοποιούνταν όπως το ἄν και απαντά με ποικίλες μορφές: στην επικ. [[ποίηση]] ως <i>κεν</i>, στην αιολ. και κυπριακή διάλεκτο ως <i>κε</i> και στη δωρ. ως <i>κα</i>. Ο τ. <i>κεν</i> ([[κυρίως]] προ φωνήεντος) συνδέεται με αρχ. ινδ. <i>kam</i>, χεττιτ. <i>kan</i> και εμφανίζει πιθ. το δεικτικό [[στοιχείο]] <i>κε</i> (<b>βλ.</b> [[εκεί]], [[εκείνος]]) και το επιρρμ. (τοπικό) [[στοιχείο]] -<i>ν</i>. Κατ' άλλους, το ληκτικό αυτό -<i>ν</i> ερμηνεύεται ως ιων. εφελκυστικό που τίθεται στον αιολ. τ. <i>κε</i> προ φωνήεντος<br />ο τ. αυτός (<i>κε</i>) αποτελεί πιθ. [[προϊόν]] συμφυρμού τών <i>κεν</i> και <i>κα</i>. Ο δωρ. τ. <i>κᾱ</i>, [[τέλος]], απαντά αρχικά με <i>ᾱ</i> (η [[μαρτυρία]] του με <i>ᾰ</i> [[είναι]] αβέβαιη) και συνδέεται με ρωσ. -<i>ko</i>, -<i>ka</i>. Ανάγεται πιθ. στη συνεσταλμένη [[βαθμίδα]] ( <i>kņ</i>) του τ. <i>κεν</i> ( <i>ken</i>), αν το -<i>ν</i> θεωρηθεί επιρρμ. [[στοιχείο]] και όχι εφελκυστικό].
}}
{{lsm
|lsmtext='''κεν:''' [[πριν]] από [[φωνήεν]] αντί <i>κε</i>.
}}
}}

Revision as of 19:48, 30 December 2018

Greek (Liddell-Scott)

κεν: πρὸ φωνήεντος, ἀντὶ κε, (ὃ ἴδε), Ὅμ.

Greek Monolingual

κεν και κε (Α)
(δυνητ. μόριο) αν.
[ΕΤΥΜΟΛ. Δυνητικό μόριο που χρησιμοποιούνταν όπως το ἄν και απαντά με ποικίλες μορφές: στην επικ. ποίηση ως κεν, στην αιολ. και κυπριακή διάλεκτο ως κε και στη δωρ. ως κα. Ο τ. κεν (κυρίως προ φωνήεντος) συνδέεται με αρχ. ινδ. kam, χεττιτ. kan και εμφανίζει πιθ. το δεικτικό στοιχείο κε (βλ. εκεί, εκείνος) και το επιρρμ. (τοπικό) στοιχείο -ν. Κατ' άλλους, το ληκτικό αυτό -ν ερμηνεύεται ως ιων. εφελκυστικό που τίθεται στον αιολ. τ. κε προ φωνήεντος
ο τ. αυτός (κε) αποτελεί πιθ. προϊόν συμφυρμού τών κεν και κα. Ο δωρ. τ. κᾱ, τέλος, απαντά αρχικά με μαρτυρία του με είναι αβέβαιη) και συνδέεται με ρωσ. -ko, -ka. Ανάγεται πιθ. στη συνεσταλμένη βαθμίδα ( ) του τ. κεν ( ken), αν το -ν θεωρηθεί επιρρμ. στοιχείο και όχι εφελκυστικό].

Greek Monotonic

κεν: πριν από φωνήεν αντί κε.