ὑαλόχρους: Difference between revisions
From LSJ
(42) |
(6) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-ουν, ΝΑ, και ασυναίρ. τ. [[ὑαλόχροος]], -οον, Α<br />(<b>[[λόγιος]] τ.</b>) αυτός που έχει το [[χρώμα]] της διαφανούς υάλου.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ὕαλος]] <span style="color: red;">+</span> -<i>χρους</i> (<span style="color: red;"><</span> [[χρώς]], <i>χρωτός</i> «[[χρώμα]], [[επιδερμίδα]]»), <b>πρβλ.</b> <i>χρυσό</i>-<i>χρους</i>). | |mltxt=-ουν, ΝΑ, και ασυναίρ. τ. [[ὑαλόχροος]], -οον, Α<br />(<b>[[λόγιος]] τ.</b>) αυτός που έχει το [[χρώμα]] της διαφανούς υάλου.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ὕαλος]] <span style="color: red;">+</span> -<i>χρους</i> (<span style="color: red;"><</span> [[χρώς]], <i>χρωτός</i> «[[χρώμα]], [[επιδερμίδα]]»), <b>πρβλ.</b> <i>χρυσό</i>-<i>χρους</i>). | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''ὑᾰλόχρους:''' -ουν ([[χρόα]]), αυτός που έχει [[χρώμα]] γυαλιού, σε Ανθ. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:52, 30 December 2018
English (LSJ)
ουν,
A glass-coloured, AP6.211 (Leon., in acc. -χροα). [v. ὕαλος fin.]
Greek (Liddell-Scott)
ὑᾰλόχρους: ουν, ὁ ἔχων τὸ χρῶμα τῆς ὑάλου, Ἀνθ. Π. 6. 211 (ἐν τῇ αἰτ. -χροα). [Ἴδε ὕαλος ἐν τέλει].
French (Bailly abrégé)
ους, ουν :
qui a la couleur du verre.
Étymologie: ὕαλος, χρόα.
Greek Monolingual
-ουν, ΝΑ, και ασυναίρ. τ. ὑαλόχροος, -οον, Α
(λόγιος τ.) αυτός που έχει το χρώμα της διαφανούς υάλου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὕαλος + -χρους (< χρώς, χρωτός «χρώμα, επιδερμίδα»), πρβλ. χρυσό-χρους).
Greek Monotonic
ὑᾰλόχρους: -ουν (χρόα), αυτός που έχει χρώμα γυαλιού, σε Ανθ.