τραγόκτονος: Difference between revisions

From LSJ

πᾶσα γυνὴ τοῦ λύχνου ἀρθέντος ἡ αὐτή ἐστι → all women are the same in the dark, all women are the same when the lights go out

Source
(41)
(6)
Line 15: Line 15:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ον, Α<br />αυτός που ανήκει σε σφαγμένους τράγους («τραγόκτονον [[αἷμα]]», <b>Ευρ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[τράγος]] <span style="color: red;">+</span> -<i>κτονος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[κτείνω]]), <b>πρβλ.</b> <i>χοιρό</i>-<i>κτονος</i>].
|mltxt=-ον, Α<br />αυτός που ανήκει σε σφαγμένους τράγους («τραγόκτονον [[αἷμα]]», <b>Ευρ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[τράγος]] <span style="color: red;">+</span> -<i>κτονος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[κτείνω]]), <b>πρβλ.</b> <i>χοιρό</i>-<i>κτονος</i>].
}}
{{lsm
|lsmtext='''τρᾰγόκτονος:''' -ον ([[κτείνω]]), αυτός που ανήκει σε σφαγμένους τράγους, σε Ευρ.
}}
}}

Revision as of 19:56, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τρᾰγόκτονος Medium diacritics: τραγόκτονος Low diacritics: τραγόκτονος Capitals: ΤΡΑΓΟΚΤΟΝΟΣ
Transliteration A: tragóktonos Transliteration B: tragoktonos Transliteration C: tragoktonos Beta Code: trago/ktonos

English (LSJ)

ον,

   A of slaughtered goats, αἶμα E.Ba.139 (lyr., -κτόνον codd.).

Greek (Liddell-Scott)

τρᾰγόκτονος: -ον, ὁ ἀνήκων εἰς ἐσφαγμένους τράγους, τραγόκτονονον (κοιν. τραγοκτόνον) αἷμα Εὐρ. Βάκχ. 139· περὶ τοῦ τονισμοῦ ἴδε Λοβέκ. εἰς Σοφ. Αἴ. 324, σ. 228.

Greek Monolingual

-ον, Α
αυτός που ανήκει σε σφαγμένους τράγους («τραγόκτονον αἷμα», Ευρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < τράγος + -κτονος (< κτείνω), πρβλ. χοιρό-κτονος].

Greek Monotonic

τρᾰγόκτονος: -ον (κτείνω), αυτός που ανήκει σε σφαγμένους τράγους, σε Ευρ.