προτέγιον: Difference between revisions
From LSJ
τοῖς οἰκείοις συκοφαντίαν δέδωκεν → has given to his friends an opportunity for chicane, has offered to his friends the right of vindictive prosecution
(35) |
(6) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=τὸ, Α<br /><b>βλ.</b> [[προστέγιον]]. | |mltxt=τὸ, Α<br /><b>βλ.</b> [[προστέγιον]]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''προτέγιον:''' τό ([[τέγος]]), μπροστινό [[μέρος]] στέγης, [[γείσο]], σε Πλούτ. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:56, 30 December 2018
English (LSJ)
τό,= sq., Poll.7.120.
German (Pape)
[Seite 790] τό, = Folgdm, Poll. 7, 120. S. auch προστέγιον.
Greek (Liddell-Scott)
προτέγιον: τό, = τῷ ἑπομ., Πολυδ. Ζ´, 120, Πλουτ. Καῖσ. 17 (κ.ἀλλ. προστ-).
French (Bailly abrégé)
ου (τό) :
bord en saillie d’un toit.
Étymologie: πρό, τέγος.
Greek Monolingual
τὸ, Α
βλ. προστέγιον.
Greek Monotonic
προτέγιον: τό (τέγος), μπροστινό μέρος στέγης, γείσο, σε Πλούτ.