διαστοιβάζω: Difference between revisions

From LSJ

Ἐμπειρία γὰρ τῆς ἀπειρίας κρατεῖ → Inscitiam etenim vincit experientiaErfahrung überwindet Unerfahrenheit

Menander, Monostichoi, 169
(9)
(4)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[διαστοιβάζω]] (Α)<br />[[στοιβάζω]], [[γεμίζω]] το [[μεταξύ]] [[διάστημα]].
|mltxt=[[διαστοιβάζω]] (Α)<br />[[στοιβάζω]], [[γεμίζω]] το [[μεταξύ]] [[διάστημα]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''διαστοιβάζω:''' μέλ. <i>-άσω</i>, [[στοιβάζω]], [[παραγεμίζω]] [[κάτι]] με [[κάτι]] [[ανάμεσα]], σε Ηρόδ.
}}
}}

Revision as of 19:56, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: διαστοιβάζω Medium diacritics: διαστοιβάζω Low diacritics: διαστοιβάζω Capitals: ΔΙΑΣΤΟΙΒΑΖΩ
Transliteration A: diastoibázō Transliteration B: diastoibazō Transliteration C: diastoivazo Beta Code: diastoiba/zw

English (LSJ)

   A stuff in between, Hdt.1.179.

German (Pape)

[Seite 604] dazwischen stopfen, τί τινος, Her. 1, 179.

Greek (Liddell-Scott)

διαστοιβάζω: μέλλ. -άσω, στοιβάζω, γεμίζω τὰ ἐν τῷ μεταξύ, Ἡρόδ. 1. 179.

French (Bailly abrégé)

insérer en guise de bourre.
Étymologie: διά, στοιβάζω.

Spanish (DGE)

interponer, intercalar διὰ τριήκοντα δόμων πλίνθου ταρσοὺς καλάμων Hdt.1.179.

Greek Monolingual

διαστοιβάζω (Α)
στοιβάζω, γεμίζω το μεταξύ διάστημα.

Greek Monotonic

διαστοιβάζω: μέλ. -άσω, στοιβάζω, παραγεμίζω κάτι με κάτι ανάμεσα, σε Ηρόδ.