ὠφέλησις: Difference between revisions
From LSJ
πολλῶν ὁ καιρὸς γίγνεται διδάσκαλος → the critical moment will turn out to be the teacher of many things
(47c) |
(6) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-ήσεως, ἡ, Α [[ὠφελῶ]]<br /><b>1.</b> [[βοήθεια]], [[υποστήριξη]]<br /><b>2.</b> (γενικά) [[ωφέλεια]], [[κέρδος]]. | |mltxt=-ήσεως, ἡ, Α [[ὠφελῶ]]<br /><b>1.</b> [[βοήθεια]], [[υποστήριξη]]<br /><b>2.</b> (γενικά) [[ωφέλεια]], [[κέρδος]]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''ὠφέλησις:''' -εως, ἡ, [[βοήθεια]], [[επικουρία]]· όπως το [[ὠφέλεια]], [[κέρδος]], όφελος, [[βοήθεια]], [[πλεονέκτημα]], σε Σοφ. | |||
}} | }} |
Revision as of 20:00, 30 December 2018
English (LSJ)
εως, ἡ,
A helping, aiding, hence, like ὠφέλεια, use, service, advantage, S.OC401; σοὶ γὰρ ὠ. οὐκ ἔνι Id.El.1031.
Greek (Liddell-Scott)
ὠφέλησις: -εως, ἡ, βοήθεια, ἐπικουρία· ὅθεν (καθόλου) ὡς τὸ ὠφέλεια, κέρδος, ὄφελος, Σοφ. Ο. Κ. 402· σοὶ γὰρ ὠφ. οὐκ ἔνι ὁ αὐτ. ἐν Ἠλ. 1031.
French (Bailly abrégé)
εως (ἡ) :
avantage, utilité.
Étymologie: ὠφελέω.
Greek Monolingual
-ήσεως, ἡ, Α ὠφελῶ
1. βοήθεια, υποστήριξη
2. (γενικά) ωφέλεια, κέρδος.
Greek Monotonic
ὠφέλησις: -εως, ἡ, βοήθεια, επικουρία· όπως το ὠφέλεια, κέρδος, όφελος, βοήθεια, πλεονέκτημα, σε Σοφ.