θεραπήϊος: Difference between revisions
καλῶς γέ μου τὸν υἱὸν ὦ Στιλβωνίδη εὑρὼν ἀπιόντ' ἀπὸ γυμνασίου λελουμένον οὐκ ἔκυσας, οὐ προσεῖπας, οὐ προσηγάγου, οὐκ ὠρχιπέδισας, ὢν ἐμοὶ πατρικὸς φίλος → Ah! Is this well done, Stilbonides? You met my son coming from the bath after the gymnasium and you neither spoke to him, nor kissed him, nor took him with you, nor ever once felt his balls. Would anyone call you an old friend of mine?
(17) |
(4) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[θεραπήϊος]], -ΐα, -ον (Α)<br />(ιων. και ποιητ. τ.)<br /><b>1.</b> [[θεραπευτικός]]<br /><b>2.</b> (<b>το ουδ. πληθ. ως ουσ.</b>) <i>τα θεραπήια</i><br />τα γιατρικά.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[θεραπεύω]], <span style="color: red;">+</span> ιων. καταλ. [[ήιος]] που, ενώ αρχικά σχημάτιζε μετονοματικά παράγωγα ονομάτων σε -<i>εύς</i> (<b>[[πρβλ]].</b> <i>βασιλ</i>-<i>ευς</i> > <i>βασιλ</i>-[[ήιος]]), αργότερα η [[χρήση]] της επεκτάθηκε και σε άλλες κατηγορίες λέξεων [[μεταξύ]] τών οποίων [[είναι]] και τα ρ. σε -<i>ευώ</i>]. | |mltxt=[[θεραπήϊος]], -ΐα, -ον (Α)<br />(ιων. και ποιητ. τ.)<br /><b>1.</b> [[θεραπευτικός]]<br /><b>2.</b> (<b>το ουδ. πληθ. ως ουσ.</b>) <i>τα θεραπήια</i><br />τα γιατρικά.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[θεραπεύω]], <span style="color: red;">+</span> ιων. καταλ. [[ήιος]] που, ενώ αρχικά σχημάτιζε μετονοματικά παράγωγα ονομάτων σε -<i>εύς</i> (<b>[[πρβλ]].</b> <i>βασιλ</i>-<i>ευς</i> > <i>βασιλ</i>-[[ήιος]]), αργότερα η [[χρήση]] της επεκτάθηκε και σε άλλες κατηγορίες λέξεων [[μεταξύ]] τών οποίων [[είναι]] και τα ρ. σε -<i>ευώ</i>]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''θερᾰπήϊος:''' -α, -ον, Ιων. αντί [[θεραπευτικός]], σε Ανθ. Π. | |||
}} | }} |
Revision as of 20:00, 30 December 2018
English (LSJ)
α, ον, Ion. and poet. for θεραπευτικός, in neut. pl.
A -ήϊα, νούσων AP7.158.8:— fem. θεραπηΐς, ΐδος, Orac. ap. Jul.Ep.88b.
German (Pape)
[Seite 1200] poet., = θεραπευτικός; θεραπήϊα, Heilmittel, Heilung, Ep. ad. 579 (VII, 158).
Greek (Liddell-Scott)
θερᾰπήϊος: -α, -ον, Ἰων. καὶ ποιητ. ἀντὶ θεραπευτικός, Ἀνθ. Π. 7. 158· θηλ. θεραπηΐς, ΐδος, Χρησμ. παρ’ Ἰουλιαν. 451Β.
Greek Monolingual
θεραπήϊος, -ΐα, -ον (Α)
(ιων. και ποιητ. τ.)
1. θεραπευτικός
2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα θεραπήια
τα γιατρικά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θεραπεύω, + ιων. καταλ. ήιος που, ενώ αρχικά σχημάτιζε μετονοματικά παράγωγα ονομάτων σε -εύς (πρβλ. βασιλ-ευς > βασιλ-ήιος), αργότερα η χρήση της επεκτάθηκε και σε άλλες κατηγορίες λέξεων μεταξύ τών οποίων είναι και τα ρ. σε -ευώ].
Greek Monotonic
θερᾰπήϊος: -α, -ον, Ιων. αντί θεραπευτικός, σε Ανθ. Π.