ἄτρομος: Difference between revisions
ποντίων τε κυμάτων άνήριθμον γέλασμα, παμμῆτόρ τε γῆ (Aeschylus' Prometheus Bound l. 90) → O infinite laughter of the waves of ocean, O universal mother Earth
(6) |
(3) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-η, -ο (AM [[ἄτρομος]], -ον)<br />[[ατρόμητος]], [[τολμηρός]]. | |mltxt=-η, -ο (AM [[ἄτρομος]], -ον)<br />[[ατρόμητος]], [[τολμηρός]]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''ἄτρομος:''' -ον ([[τρέμω]]), [[άφοβος]], [[ατρόμητος]], [[απτόητος]], σε Ομήρ. Ιλ. | |||
}} | }} |
Revision as of 20:07, 30 December 2018
English (LSJ)
ον,
A fearless, ἐν δέ τε θυμὸς στήθεσιν ἄ. ἐστι Il.16.163; μένος . . ἄ. 5.126, 17.157; σῶμα Orph.Fr.168.23; νεῦρα Aret.CA1.2; ἄ. ὕπνος calm, undisturbed, AP6.69 (Maced.). Adv. -μως Plu.2.474d, 475f.
German (Pape)
[Seite 389] nicht zitternd, unerschrocken, θυμός Il. 16, 163; μένος 5, 126; öfter sp. D.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui ne tremble pas, intrépide.
Étymologie: ἀ, τρέμω.
English (Autenrieth)
(τρέμω): intrepid, fearless. (Il.)
Spanish (DGE)
-ον
I 1intrépido θυμός Il.16.163, μένος Il.5.126, 17.157, ἀλκή A.R.3.1257, ἦτορ Opp.H.5.450, κόρη Lyc.1003, ἀνήρ Nonn.D.22.216, cf. Opp.H.3.44, Nonn.D.1.281, 11.118, 26.138, 216, σὺ δὲ χθόνα καὶ κατὰ πόντον ἄ. ἀΐσσεις Mosch.2.143, de animales ἄ. ἔσσω λέων Nonn.D.26.27.
2 en sent. fís. firme, vigoroso σῶμα ... ἄ. de Zeus, Orph.Fr.168.23, Ὦ Φύσι ... ἄτρομε Orph.H.10.26
•medic. no tembloroso ῥῖγος ἄ. escalofrío no acompañado de temblor Hp.Epid.4.45
•tenso ἄτρομα ἠδὲ κραταιὰ τὰ νεῦρα γίγνεται Aret.CA 1.2.10
•firme σφυγμοὶ ... ἄτρομοι, σφοδροί Aret.CA 2.3.18.
3 sin sobresaltos, tranquilo, reposado πλοΐη AP 9.107 (Leon.), ἄ. ὕπνος AP 6.69 (Maced).
II adv. -ως intrépidamente ἀ. καὶ ἀδεῶς Plu.2.85d, cf. 474d, θαρραλέως καὶ ἀτρόμως ὑπομεῖναι τὸ συμβαῖνον Plu.2.475f.
Greek Monolingual
-η, -ο (AM ἄτρομος, -ον)
ατρόμητος, τολμηρός.
Greek Monotonic
ἄτρομος: -ον (τρέμω), άφοβος, ατρόμητος, απτόητος, σε Ομήρ. Ιλ.