ἦτρον: Difference between revisions

From LSJ

Λιμὸς μέγιστον ἄλγος ἀνθρώποις ἔφυ → Inter dolores maximum humanos fames → Der Hunger ist den Menschen allergrößter Schmerz

Menander, Monostichoi, 320
(16)
(4)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἦτρον]], το (Α)<br /><b>1.</b> το [[υπογάστριο]]<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> το [[κοίλο]] [[μέρος]] χύτρας ή αγγείου<br /><b>3.</b> η [[εντεριώνη]], η [[ψίχα]] του καλαμιού.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Μετονοματικό παρ. του αθέματου τ. [[ήτορ]] «[[καρδιά]]»].
|mltxt=[[ἦτρον]], το (Α)<br /><b>1.</b> το [[υπογάστριο]]<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> το [[κοίλο]] [[μέρος]] χύτρας ή αγγείου<br /><b>3.</b> η [[εντεριώνη]], η [[ψίχα]] του καλαμιού.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Μετονοματικό παρ. του αθέματου τ. [[ήτορ]] «[[καρδιά]]»].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἦτρον:''' τό, το [[μέρος]] [[κάτω]] από τον αφαλό, το [[υπογάστριο]], σε Πλάτ., Ξεν. κ.λπ.
}}
}}

Revision as of 20:08, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἦτρον Medium diacritics: ἦτρον Low diacritics: ήτρον Capitals: ΗΤΡΟΝ
Transliteration A: ē̂tron Transliteration B: ētron Transliteration C: itron Beta Code: h)=tron

English (LSJ)

τό,

   A abdomen, esp. the lower part of it, Hp.Aph.2.35, Pl.Phd. 118a, X.An.4.7.15, D.54.11, Arist.HA493a19, Sor.1.24: metaph., belly of a pot, Ar.Th.509.    II pith of a reed, Nic.Th.595.

German (Pape)

[Seite 1179] τό (ἦτορ?), der Unterleib, der Bauch vom Nabel abwärts, Xen. de re equ. 12, 4 u. Dem. 54, 11; vgl. Arist. H. A. 1, 12; Poll. 2, 170, wie es auch Tim. lex. Plat. erkl. ὁ μεταξὺ ὀμφαλοῦ τε καὶ αἰδοίου τόπος. Auch Bauch eines Gefäßes, Topfes, χύτρας Ar. Th. 509. Bei Nic. Th. 595 νάρθηκος, nach Schol. ἐντεριώνη, Mark. – Nach Suid. auch κάλυμμα τῆς μήτρας.

Greek (Liddell-Scott)

ἦτρον: τό, τὸ ὑπὸ τὸν ὀμφαλὸν μέρος, τὸ ὑπογάστριον, ὁ μεταξὺ ὀμφαλοῦ καὶ αἰδοίου τόπος, Ἱππ. Ἀφ. 1245, Πλάτ. Φαίδωνι 118Α, Ξεν. Ἀν. 4. 7, 15, Δημ. 1260. 23, Ἀριστ. Ι. Ζ. 1. 13, 1· μεταφ., ἐπὶ ἀγγείου, ἡ κοιλία αὐτοῦ, ἦτρον χύτρας Ἀριστοφ. Θεσμ. 509. II. ἡ ἐντεριώνη καλάμου, Νίκ. Θηρ. 595.

French (Bailly abrégé)

ου (τό) :
bas-ventre.
Étymologie: ἦτορ.

Greek Monolingual

ἦτρον, το (Α)
1. το υπογάστριο
2. μτφ. το κοίλο μέρος χύτρας ή αγγείου
3. η εντεριώνη, η ψίχα του καλαμιού.
[ΕΤΥΜΟΛ. Μετονοματικό παρ. του αθέματου τ. ήτορ «καρδιά»].

Greek Monotonic

ἦτρον: τό, το μέρος κάτω από τον αφαλό, το υπογάστριο, σε Πλάτ., Ξεν. κ.λπ.