θορή: Difference between revisions

From LSJ

καὶ παρὰ δύναμιν τολμηταὶ καὶ παρὰ γνώμην κινδυνευταὶ καὶ ἐν τοῖς δεινοῖς εὐέλπιδες → they are bold beyond their strength, venturesome beyond their better judgment, and sanguine in the face of dangers

Source
(17)
(4)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[θορή]], ἡ (Α)<br />[[άλλος]] τ. του [[θορός]].
|mltxt=[[θορή]], ἡ (Α)<br />[[άλλος]] τ. του [[θορός]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''θορή:''' ἡ, = [[θορός]], σε Ηρόδ.
}}
}}

Revision as of 20:08, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: θορή Medium diacritics: θορή Low diacritics: θορή Capitals: ΘΟΡΗ
Transliteration A: thorḗ Transliteration B: thorē Transliteration C: thori Beta Code: qorh/

English (LSJ)

ἡ,

   A = θορός, Hdt.3.101, Alcmaeon Fr.3D.

German (Pape)

[Seite 1214] ἡ, der Saamen, = θορός; τοιαύτην δὲ καὶ Αἰθίοπες ἀπίενται θορήν Her. 3, 101; Plut. plac. phil. 5, 14.

Greek (Liddell-Scott)

θορή: ἡ, = θορός, Ἡρόδ. 3. 101, Πλούτ. 2. 907Α.

French (Bailly abrégé)

ῆς (ἡ) :
c. θορός.

Greek Monolingual

θορή, ἡ (Α)
άλλος τ. του θορός.

Greek Monotonic

θορή: ἡ, = θορός, σε Ηρόδ.