νεοσσίον: Difference between revisions

From LSJ

τῶν δ᾽ ὀρθουμένων σῴζει τὰ πολλὰ σώμαθ᾽ ἡ πειθαρχία → But of those who make it through, following orders is what saves most of their lives (Sophocles, Antigone 675f.)

Source
(26)
(5)
Line 12: Line 12:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[νεοσσίον]] και [[νοσσίον]], (το ΑΜ, Α και [[νεόσσιον]] και αττ. τ. [[νεοττίον]] και [[νεόττιον]]) [[νεοσσός]])]<br />[[μικρός]] [[νεοσσός]], [[πουλάκι]] («πλὴν ἡ θήλεια παύεται [[ὅταν]] ἐπωάζῃ τὰ νεόττια αὐτῆς», <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[κρόκος]] αβγού<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «πατρὸς [[νεοττίον]]» — [[παιδί]] που σε όλα [[είναι]] όμοιο με τον [[πατέρα]] του.
|mltxt=[[νεοσσίον]] και [[νοσσίον]], (το ΑΜ, Α και [[νεόσσιον]] και αττ. τ. [[νεοττίον]] και [[νεόττιον]]) [[νεοσσός]])]<br />[[μικρός]] [[νεοσσός]], [[πουλάκι]] («πλὴν ἡ θήλεια παύεται [[ὅταν]] ἐπωάζῃ τὰ νεόττια αὐτῆς», <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[κρόκος]] αβγού<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «πατρὸς [[νεοττίον]]» — [[παιδί]] που σε όλα [[είναι]] όμοιο με τον [[πατέρα]] του.
}}
{{lsm
|lsmtext='''νεοσσίον:''' Αττ. [[νεοττίον]], τό, υποκορ. του [[νεοσσός]], [[νεοττός]], κλωσόπουλο, [[πουλάκι]], κοτοπουλάκι, νέο [[πτηνό]] που [[μόλις]] έχει εκκολαφθεί, σε Αριστοφ.
}}
}}

Revision as of 20:12, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: νεοσσίον Medium diacritics: νεοσσίον Low diacritics: νεοσσίον Capitals: ΝΕΟΣΣΙΟΝ
Transliteration A: neossíon Transliteration B: neossion Transliteration C: neossion Beta Code: neossi/on

English (LSJ)

Att. νεοττ- (later νοσσίον Lyr.in Philol.80.336), τό, Dim. of νεοσσός,

   A nestling, chick, Arist.HA536a30: metaph., τοῦ πατρὸς ν. 'chip of the old block', Ar.Av.767, cf. Thphr.Char.2.6.    2 yolk of an egg, Men.42 (prob.), Diph.121, Hsch.

Greek Monolingual

νεοσσίον και νοσσίον, (το ΑΜ, Α και νεόσσιον και αττ. τ. νεοττίον και νεόττιον) νεοσσός)]
μικρός νεοσσός, πουλάκι («πλὴν ἡ θήλεια παύεται ὅταν ἐπωάζῃ τὰ νεόττια αὐτῆς», Αριστοτ.)
αρχ.
1. κρόκος αβγού
2. φρ. «πατρὸς νεοττίον» — παιδί που σε όλα είναι όμοιο με τον πατέρα του.

Greek Monotonic

νεοσσίον: Αττ. νεοττίον, τό, υποκορ. του νεοσσός, νεοττός, κλωσόπουλο, πουλάκι, κοτοπουλάκι, νέο πτηνό που μόλις έχει εκκολαφθεί, σε Αριστοφ.