ἐπικίρνημι: Difference between revisions
χωρίον ἔνθα οὐ προσβατὸν θανάτῳ → a spot where it is not accessible to death, a place where was no point accessible by death, a place where death was forbidden to set foot
(13) |
(4) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[ἐπικίρνημι]] και ἐπικιρνῶ -έω, ιων. τ. τοὺ [[ἐπικεράννυμι]] (Α)<br /><b>1.</b> [[ανακατεύω]], [[αναμιγνύω]]<br /><b>2.</b> <b>παθ.</b> <i>ἐπικίρναμαι</i><br />γεμίζομαι με ανάμικτο [[κρασί]] («ἐπικέρναται [ὁ [[κρατήρ]]]», <b>Ηρόδ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>επί</i> <span style="color: red;">+</span> [[κίρνημι]], ποιητ. τ. του [[κεράννυμι]] «[[αναμιγνύω]]»]. | |mltxt=[[ἐπικίρνημι]] και ἐπικιρνῶ -έω, ιων. τ. τοὺ [[ἐπικεράννυμι]] (Α)<br /><b>1.</b> [[ανακατεύω]], [[αναμιγνύω]]<br /><b>2.</b> <b>παθ.</b> <i>ἐπικίρναμαι</i><br />γεμίζομαι με ανάμικτο [[κρασί]] («ἐπικέρναται [ὁ [[κρατήρ]]]», <b>Ηρόδ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>επί</i> <span style="color: red;">+</span> [[κίρνημι]], ποιητ. τ. του [[κεράννυμι]] «[[αναμιγνύω]]»]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''ἐπικίρνημι:''' Ιων. αντί <i>ἐπικεράννυμαι</i> — Παθ., <i>ἐπι-κίρνᾰμαι</i>, σε Ηρόδ. | |||
}} | }} |
Revision as of 20:16, 30 December 2018
English (LSJ)
Ion. for ἐπικεράννυμι, Heraclit.All.35, Philum. ap. Orib.45.29.8:—Pass., ἐπικίρναται [ὁ κρητήρ] Hdt.1.51, Plu.2.270a, cf. Heraclit.All.40.
German (Pape)
[Seite 949] ion. = ἐπικεράννυμι; ἐπικίρναται ὁ κρητήρ Her. 1, 51; Plut. qu. Rom. 25.
French (Bailly abrégé)
ion. c. ἐπικεράννυμι.
English (Autenrieth)
aor. inf. ἐπικρῆσαι: mix in, add wine to water, Od. 7.164†.
Greek Monolingual
ἐπικίρνημι και ἐπικιρνῶ -έω, ιων. τ. τοὺ ἐπικεράννυμι (Α)
1. ανακατεύω, αναμιγνύω
2. παθ. ἐπικίρναμαι
γεμίζομαι με ανάμικτο κρασί («ἐπικέρναται [ὁ κρατήρ]», Ηρόδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + κίρνημι, ποιητ. τ. του κεράννυμι «αναμιγνύω»].
Greek Monotonic
ἐπικίρνημι: Ιων. αντί ἐπικεράννυμαι — Παθ., ἐπι-κίρνᾰμαι, σε Ηρόδ.