ὑφειμένως: Difference between revisions

From LSJ

Εὔπειστον ἀνὴρ δυστυχὴς καὶ λυπούμενος → Concinnat luctus suspicacem et miseria → Leichtgläubig ist ein Mann im Unglück und im Leid

Menander, Monostichoi, 183
(44)
(6)
Line 18: Line 18:
{{grml
{{grml
|mltxt=Α<br /><b>επίρρ.</b> με [[χαλαρότητα]] ή με [[ατονία]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ὑφειμένος</i>, μτχ. παθ. παρακμ. του ρ. [[ὑφίημι]] <span style="color: red;">+</span> επιρρμ. κατάλ. -<i>ως</i>].
|mltxt=Α<br /><b>επίρρ.</b> με [[χαλαρότητα]] ή με [[ατονία]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ὑφειμένος</i>, μτχ. παθ. παρακμ. του ρ. [[ὑφίημι]] <span style="color: red;">+</span> επιρρμ. κατάλ. -<i>ως</i>].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ὑφειμένως:''' επίρρ. μτχ. Παθ. παρακ. του [[ὑφίημι]], αμελώς, απρόσεκτα, με ελάχιστη [[βία]], Λατ. [[submisse]], σε Ξεν.
}}
}}

Revision as of 20:16, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὑφειμένως Medium diacritics: ὑφειμένως Low diacritics: υφειμένως Capitals: ΥΦΕΙΜΕΝΩΣ
Transliteration A: hypheiménōs Transliteration B: hypheimenōs Transliteration C: yfeimenos Beta Code: u(feime/nws

English (LSJ)

Adv. pf. part. Pass. of ὑφίημι,

   A in a subdued tone or manner, X.An.7.7.16, Philostr.VS1.25.5; ὑ. ἔχειν πρός τινα Aristid. 2.137J.

Greek (Liddell-Scott)

ὑφειμένως: ἐπίρρ. μετοχ. παθ. πρκμ. τοῦ ὑφίημι, ἀμελῶς, χαλαρῶς, ἧττον βιαίως ἢ αὐθαδῶς, Λατ. submisse, ὁ δὲ Μηδοσάδης μάλα δὴ ὑφειμένως... ἔφη Ξεν. Ἀν. 7. 7, 16, Φιλόστρ. 536· ὑφ. ἔχειν πρός τινα Ἀριστείδ. 2. 137.

French (Bailly abrégé)

adv.
doucement.
Étymologie: ὑφειμένος de ὑφεῖμαι, ὑφίημι.

Greek Monolingual

Α
επίρρ. με χαλαρότητα ή με ατονία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑφειμένος, μτχ. παθ. παρακμ. του ρ. ὑφίημι + επιρρμ. κατάλ. -ως].

Greek Monotonic

ὑφειμένως: επίρρ. μτχ. Παθ. παρακ. του ὑφίημι, αμελώς, απρόσεκτα, με ελάχιστη βία, Λατ. submisse, σε Ξεν.