ἐνναετήρ: Difference between revisions
From LSJ
(12) |
(4) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[ἐνναετήρ]], ο (θηλ. ένναέτειρα) (Α) [[ενναίω]]<br />κάτοικοις, [[ένοικος]] («Ἑλλάδος ἐνναετῆρες», <b>Ανθ. Παλ.</b>). | |mltxt=[[ἐνναετήρ]], ο (θηλ. ένναέτειρα) (Α) [[ενναίω]]<br />κάτοικοις, [[ένοικος]] («Ἑλλάδος ἐνναετῆρες», <b>Ανθ. Παλ.</b>). | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''ἐνναετήρ:''' -ῆρος, ἡ, επίσης [[ἐνναέτειρα]] ([[ἐνναίω]]), [[ένοικος]], [[συγκάτοικος]], [[κάτοικος]], σε Ανθ. | |||
}} | }} |
Revision as of 20:20, 30 December 2018
English (LSJ)
ῆρος, ὁ, (ἐνναίω)
A inmate, inhabitant, AP9.495 (Arch.), v.l. in Mosch.2.123:—fem. ἐννᾰέτειρα, APl.4.94 (Arch.).
German (Pape)
[Seite 846] ῆρος, ὁ, der Einwohner, Anth. IX, 495.
Greek (Liddell-Scott)
ἐννᾰετήρ: ῆρος, ὁ, (ἐνναίω) ἔνοικος, κάτοικος, Ἑλλάδος ἐνναετῆρες Ἀνθ. Π. 9. 495, Μόσχ. 2. 119: θηλ. ἐνναέτειρα Ἀνθ. Π. 4. 94.
French (Bailly abrégé)
ῆρος;
adj. m.
habitant.
Étymologie: ἐνναίω.
Spanish (DGE)
-ῆρος, ὁ
habitante c. gen. πόντοιο Mosch.2.123 (var.), χθονός AP 1.10.26, 123 (Sophronius), Ἑλλάδος AP 9.495, πάτρης Opp.H.3.207, cf. 636, Παφίης χθονός Dioscorus 1.2, cf. 11.54.
Greek Monolingual
ἐνναετήρ, ο (θηλ. ένναέτειρα) (Α) ενναίω
κάτοικοις, ένοικος («Ἑλλάδος ἐνναετῆρες», Ανθ. Παλ.).
Greek Monotonic
ἐνναετήρ: -ῆρος, ἡ, επίσης ἐνναέτειρα (ἐνναίω), ένοικος, συγκάτοικος, κάτοικος, σε Ανθ.