δύσκαπνος: Difference between revisions
φιλοτιμία καλεῖ τέχν' ὑπερόντα κτλ. → ambition for honor is calling superior sons ... (Inscription on church wall, Constantinople)
(10) |
(4) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[δύσκαπνος]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> ο υπερβολικά καπνισμένος, [[άθλιος]] από τον καπνό<br /><b>2.</b> αυτός που αναδίδει δυσάρεστο καπνό. | |mltxt=[[δύσκαπνος]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> ο υπερβολικά καπνισμένος, [[άθλιος]] από τον καπνό<br /><b>2.</b> αυτός που αναδίδει δυσάρεστο καπνό. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''δύσκαπνος:''' -ον, [[επιβλαβής]], [[δύσοσμος]] από τον καπνό, [[καπνώδης]], σε Αισχύλ. | |||
}} | }} |
Revision as of 20:20, 30 December 2018
English (LSJ)
ον,
A noisome from smoke, δώματα A.Ag.774 (lyr.). II producing an unpleasant smoke, Thphr.Ign.72; φοῖνιξ Chaerem.39 (Sup.).
German (Pape)
[Seite 682] 1) sehr räucherig, δώματα Aesch. Ag. 750. – 2) einen widrigen, starken Rauch gebend, ξύλα Theophr.
Greek (Liddell-Scott)
δύσκαπνος: -ον, πολὺ καπνισμένος, ἄθλιος ἐκ τοῦ καπνοῦ, δ. δώματα (πρβλ. τὸ τοῦ Μίλτωνος «smoky rafters»), Αἰσχύλ. Ἀγ. 774. ΙΙ. δυσάρεστον καπνὸν ἀναδίδων, ξύλα Θεόφρ. π. Πυρ. 72, Χαιρήμ. παρὰ Θεοφρ. Ι. Φ. 5. 9, 5.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
enfumé.
Étymologie: δυσ-, καπνός.
Spanish (DGE)
-ον
1 ahumado, oscurecido por el humo δώματα A.A.774.
2 de humo desagradable, molesto de la madera húmeda al ser quemada, Thphr.HP 5.9.5, cf. Ign.72, φοῖνιξ Chaerem.39.
Greek Monolingual
δύσκαπνος, -ον (Α)
1. ο υπερβολικά καπνισμένος, άθλιος από τον καπνό
2. αυτός που αναδίδει δυσάρεστο καπνό.
Greek Monotonic
δύσκαπνος: -ον, επιβλαβής, δύσοσμος από τον καπνό, καπνώδης, σε Αισχύλ.