νηπιόφρων: Difference between revisions

From LSJ

κεντέω τὸν πῶλον περὶ τὴν νύσσαν → of impetuous haste, goad the foal around the turning post

Source
(27)
(5)
Line 18: Line 18:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[νηπιόφρων]], ὁ, ἡ (Α)<br />αυτός που έχει [[μυαλό]] νηπίου, που σκέπτεται σαν [[νήπιο]], [[ανόητος]], [[μωρός]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>νηπιοφρόνως</i> (Α)<br />με παιδαριώδη τρόπο, ανόητα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[νήπιος]] «[[μωρός]], [[ανόητος]]» <span style="color: red;">+</span> -<i>φρων</i> (<span style="color: red;"><</span> [[φρην]], <i>φρενός</i>), <b>πρβλ.</b> <i>μικρό</i>-<i>φρων</i>, [[μωρό]]-<i>φρων</i>].
|mltxt=[[νηπιόφρων]], ὁ, ἡ (Α)<br />αυτός που έχει [[μυαλό]] νηπίου, που σκέπτεται σαν [[νήπιο]], [[ανόητος]], [[μωρός]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>νηπιοφρόνως</i> (Α)<br />με παιδαριώδη τρόπο, ανόητα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[νήπιος]] «[[μωρός]], [[ανόητος]]» <span style="color: red;">+</span> -<i>φρων</i> (<span style="color: red;"><</span> [[φρην]], <i>φρενός</i>), <b>πρβλ.</b> <i>μικρό</i>-<i>φρων</i>, [[μωρό]]-<i>φρων</i>].
}}
{{lsm
|lsmtext='''νηπιόφρων:''' -ονος, ὁ, ἡ, αυτός που έχει [[μυαλό]] νηπίου, [[ανόητος]], σε Στράβ.
}}
}}

Revision as of 20:20, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: νηπῐόφρων Medium diacritics: νηπιόφρων Low diacritics: νηπιόφρων Capitals: ΝΗΠΙΟΦΡΩΝ
Transliteration A: nēpióphrōn Transliteration B: nēpiophrōn Transliteration C: nipiofron Beta Code: nhpio/frwn

English (LSJ)

ονος, ὁ, ἡ,

   A of childish mind, silly, Str.1.2.8.

Greek (Liddell-Scott)

νηπιόφρων: -ονος, ὁ, ἡ, ὁ ἔχων φρένας νηπιώδεις, νήπια φρονῶν, ἀνόητος, Στράβ. 20.

French (Bailly abrégé)

ων, ον ; gén. ονος;
d’esprit enfantin, simple, naïf.
Étymologie: νήπιος, φρήν.

Greek Monolingual

νηπιόφρων, ὁ, ἡ (Α)
αυτός που έχει μυαλό νηπίου, που σκέπτεται σαν νήπιο, ανόητος, μωρός.
επίρρ...
νηπιοφρόνως (Α)
με παιδαριώδη τρόπο, ανόητα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < νήπιος «μωρός, ανόητος» + -φρων (< φρην, φρενός), πρβλ. μικρό-φρων, μωρό-φρων].

Greek Monotonic

νηπιόφρων: -ονος, ὁ, ἡ, αυτός που έχει μυαλό νηπίου, ανόητος, σε Στράβ.