Ὀλυμπικός: Difference between revisions
From LSJ
τὸ πολὺ τοῦ βίου ἐν δικαστηρίοις φεύγων τε καὶ διώκων κατατρίβομαι → waste the greater part of one's life in courts either as plaintiff or defendant
(Bailly1_4) |
(5) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ή, όν :<br />d’Olympie.<br />'''Étymologie:''' [[Ὀλυμπία]]. | |btext=ή, όν :<br />d’Olympie.<br />'''Étymologie:''' [[Ὀλυμπία]]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''Ὀλυμπικός:''' -ή, -όν,<br /><b class="num">1.</b> αυτός που ανήκει σε ή προέρχεται από τον Όλυμπο, σε Ηρόδ.<br /><b class="num">2.</b> αναφερόμενο στην [[Ολυμπία]], ὁ Ὀλυμπικὸς [[ἀγών]], οι Ολυμπιακοί Αγώνες, σε Αριστοφ. | |||
}} | }} |
Revision as of 20:20, 30 December 2018
English (LSJ)
ή, όν,
A of Olympus, ἐσβολή Hdt.7.172 ; ὑπώρεια Plu.Aem.13. 2 of Olympia, Olympic, ὁ Ὀ. ἀγών the Olympic games, Th.1.6, Ar.Pl.583 ; ὁ Ὀ. λόγος title of work by Gorgias (Fr. 7) : -κός, ὁ, name of a month in Elis, Inscr.Olymp.8.
Greek (Liddell-Scott)
Ὀλυμπικός: -ή, -όν, ὁ ἀνήκων εἰς τὸν Ὄλυμπον, ἐσβολή, Ἡρόδ. 7. 172. 2) ὁ ἀνήκων εἰς τὰ Ὀλύμπια, ὁ Ὀλ. ἀγών, οἱ Ὀλυμπιακοὶ ἀγῶνες, Ἀριστοφ. Πλ. 583.
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
d’Olympie.
Étymologie: Ὀλυμπία.
Greek Monotonic
Ὀλυμπικός: -ή, -όν,
1. αυτός που ανήκει σε ή προέρχεται από τον Όλυμπο, σε Ηρόδ.
2. αναφερόμενο στην Ολυμπία, ὁ Ὀλυμπικὸς ἀγών, οι Ολυμπιακοί Αγώνες, σε Αριστοφ.