σύσκηνος: Difference between revisions
ὅσον ἀπὸ τοῦ ἱεροῦ ἐφεωρᾶτο τῆς νήσου → as much of the island as was in view from the temple
(40) |
(6) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=ο, η, ΝΑ, και δωρ. τ. σύνσκανος Α<br />αυτός που διαμένει στην [[ίδια]] [[σκηνή]] με άλλον ή με άλλους<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[ομοτράπεζος]], [[σύντροφος]]<br /><b>2.</b> [[συνάδελφος]] σε [[θέατρο]], σε θίασο.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>συν</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>σκηνος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[σκηνή]]), <b>πρβλ.</b> <i>επί</i>-<i>σκηνος</i>]. | |mltxt=ο, η, ΝΑ, και δωρ. τ. σύνσκανος Α<br />αυτός που διαμένει στην [[ίδια]] [[σκηνή]] με άλλον ή με άλλους<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[ομοτράπεζος]], [[σύντροφος]]<br /><b>2.</b> [[συνάδελφος]] σε [[θέατρο]], σε θίασο.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>συν</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>σκηνος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[σκηνή]]), <b>πρβλ.</b> <i>επί</i>-<i>σκηνος</i>]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''σύσκηνος:''' ὁ ([[σκηνή]]), αυτός που διαμένει στην [[ίδια]] [[σκηνή]] με άλλους, [[συνδαιτυμόνας]], [[σύνοικος]], [[ομοτράπεζος]], Λατ. [[contubernalis]], σε Θουκ., Ξεν. | |||
}} | }} |
Revision as of 20:20, 30 December 2018
English (LSJ)
ὁ,
A one who lives in the same tent, messmate, comrade, Th.7.75, Lys. 13.79, X.An.5.8.6, Plu.2.27f, BGU984.24 (iv A.D.), etc.; ς. φίλοι BMus.Inscr.1077 (Sudan); Dor., οἱ σύνσκανοι IG12(2).640 (Tenedos), cf. 92(1).117 (Aetolia, iii B.C.);
A fellow-actor, ib.14.2342 (Aquileia), dub. in Supp.Epigr.2.60 (Laconia, ii/i B.C.).
German (Pape)
[Seite 1042] in einem Zelte, Hause zusammen wohnend od. lebend, Thuc. 7, 75; bes. zusammen essend, Xen. Cyr. 2, 2, 29 u. Sp., wie Luc. Asin. 46.
Greek (Liddell-Scott)
σύσκηνος: ὁ, ὁ κατοικῶν μετά τινος ἐν τῇ αὐτῇ σκηνῇ, ὁμοτράπεζος, σύντροφος, Λατιν. contubernalis, Θουκ. 7. 75, Λυσί. 137. 18, Ξεν. Ἀν. 5. 8. 6, κτλ.· Δωρ., οἱ σύσκανοι Διοσκούροις Συλλ. Ἐπιγρ. 2165.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
compagnon de tente, camarade ; particul. qui mange ensemble.
Étymologie: σύν, σκηνή.
Greek Monolingual
ο, η, ΝΑ, και δωρ. τ. σύνσκανος Α
αυτός που διαμένει στην ίδια σκηνή με άλλον ή με άλλους
αρχ.
1. ομοτράπεζος, σύντροφος
2. συνάδελφος σε θέατρο, σε θίασο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + -σκηνος (< σκηνή), πρβλ. επί-σκηνος].
Greek Monotonic
σύσκηνος: ὁ (σκηνή), αυτός που διαμένει στην ίδια σκηνή με άλλους, συνδαιτυμόνας, σύνοικος, ομοτράπεζος, Λατ. contubernalis, σε Θουκ., Ξεν.