ἀντιχορηγέω: Difference between revisions

From LSJ

Ῥῦσέ με δεινῶν νοσημάτων, ἱερώτατε, ἱερωσύνην συναρμόσας ἐν χαρᾷ και ἐπιστήμης τὸ πολύτιμον κεφάλαιον → Deliver me from grievous afflictions, most holy one, joining sanctity together in joy with the precious fountainhead of knowledge

Source
(big3_5)
(3)
Line 18: Line 18:
{{DGE
{{DGE
|dgtxt=<b class="num">1</b> [[ser corego rival]] And.4.42<br /><b class="num">•</b>c. dat. [[rivalizar con uno en la coregía]] τῷ Διοκλεῖ D.21.62.<br /><b class="num">2</b> [[proporcionar a su vez]] τοῖς τὰ σῖτα πέμπουσιν ... τὴν ἀσφάλειαν I.<i>BI</i> 2.584.
|dgtxt=<b class="num">1</b> [[ser corego rival]] And.4.42<br /><b class="num">•</b>c. dat. [[rivalizar con uno en la coregía]] τῷ Διοκλεῖ D.21.62.<br /><b class="num">2</b> [[proporcionar a su vez]] τοῖς τὰ σῖτα πέμπουσιν ... τὴν ἀσφάλειαν I.<i>BI</i> 2.584.
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἀντιχορηγέω:''' μέλ. <i>-ήσω</i>, είμαι [[αντίπαλος]] [[χορηγός]] <i>τινί</i>, σε κάποιον αλλο, σε Δημ.
}}
}}

Revision as of 20:28, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀντιχορηγέω Medium diacritics: ἀντιχορηγέω Low diacritics: αντιχορηγέω Capitals: ΑΝΤΙΧΟΡΗΓΕΩ
Transliteration A: antichorēgéō Transliteration B: antichorēgeō Transliteration C: antichorigeo Beta Code: a)ntixorhge/w

English (LSJ)

   A to be a rival choragus, And.4.42; ἀ. τινί rival him in the choragia, D.21.62.    II furnish in return, J.BJ2.20.8 (Pass.).

Greek (Liddell-Scott)

ἀντιχορηγέω: εἶμαι ἀντιχόρηγος, δηλ. ἀντίπαλος χορηγός, τυγχάνω ἀντιχόρηγος τραγῳδοῖς οὐ τύπτων τοὺς ἀντιχορηγοῦντας Ἀνδοκ. 34. 30· ἀντ. τινί, ἀνταγωνίζομαι πρός τινα ἐν τῇ χορηγίᾳ, Δημ. 534. 25. ΙΙ. χορηγῶ τι ἀπέναντι λαμβανομένου, ἀνταποδίδω, καὶ τοῖς τὰ σῖτα πέμπουσιν ἀντιχορηγεῖσθαι παρὰ τῶν ὁπλιτῶν τὴν ἀσφάλειαν Ἰωσήπ. Ἰουδ. Π. 2. 20, 8.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
1 être rival comme chorège;
2 fournir en retour.
Étymologie: ἀντιχόρηγος.

Spanish (DGE)

1 ser corego rival And.4.42
c. dat. rivalizar con uno en la coregía τῷ Διοκλεῖ D.21.62.
2 proporcionar a su vez τοῖς τὰ σῖτα πέμπουσιν ... τὴν ἀσφάλειαν I.BI 2.584.

Greek Monotonic

ἀντιχορηγέω: μέλ. -ήσω, είμαι αντίπαλος χορηγός τινί, σε κάποιον αλλο, σε Δημ.