ἀνταλαλάζω: Difference between revisions
Ὅμοια πόρνη δάκρυα καὶ ῥήτωρ ἔχει → Lacrumae oratori eaedem ac meretrici cadunt → Von Dirne und von Redner sind die Tränen gleich
(4) |
(3) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=(Α [[ἀνταλαλάζω]])<br />[[αντηχώ]], [[αντιλαλώ]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[ανταποκρίνομαι]] με αλαλαγμό στον αλαλαγμό συμμάχων ή συστρατιωτών. | |mltxt=(Α [[ἀνταλαλάζω]])<br />[[αντηχώ]], [[αντιλαλώ]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[ανταποκρίνομαι]] με αλαλαγμό στον αλαλαγμό συμμάχων ή συστρατιωτών. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''ἀντᾰλᾰλάζω:''' μέλ. <i>-ξω</i>, [[ανταποδίδω]] [[κραυγή]], σε Αισχύλ. | |||
}} | }} |
Revision as of 20:28, 30 December 2018
English (LSJ)
A return a shout, of friendly armies, Plu.Pyrrh.32, Flam.4; of an echo, A.Pers.390.
German (Pape)
[Seite 243] (s. ἀλαλάζω), dagegen ein Kriegsgeschrei erheben, Plut. Flamin. 4 Pyrrh. 32; – von dem Echo, wiederhallen lassen, Aesch. Pers. 382.
Greek (Liddell-Scott)
ἀνταλαλάζω: ἀποκρίνομαι εἰς τὸν ἀλαλαγμὸν δι’ ἀλαλαγμοῦ, ἐπὶ ἀντιμαχωμένων στρατῶν, Πλουτ. Πύρρ. 32, κτλ., ἐπὶ τῆς ἠχοῦς, ἀντηχῶ, «ἀντιλαλῶ», Αἰσχύλ. Πέρσ. 390.
French (Bailly abrégé)
répondre par un cri ou par des cris.
Étymologie: ἀντί, ἀλαλάζω.
Spanish (DGE)
(ἀντᾰλᾰλάζω)
devolver la voz ὄρθιον δ' ἅμα ἀντηλάλαξε νησιώτιδος πέτρας ἠχώ A.Pers.390
•responder con gritos de un ejército amigo, Plu.Pyrrh.32, Flam.4, Polyaen.8.23.2
•lanzar a su vez el grito de guerra de un ejército hostil a otro, Nonn.D.28.27.
Greek Monolingual
(Α ἀνταλαλάζω)
αντηχώ, αντιλαλώ
αρχ.
ανταποκρίνομαι με αλαλαγμό στον αλαλαγμό συμμάχων ή συστρατιωτών.
Greek Monotonic
ἀντᾰλᾰλάζω: μέλ. -ξω, ανταποδίδω κραυγή, σε Αισχύλ.