ἀνοίκτιστος: Difference between revisions
Τὸ νικᾶν αὐτὸν αὑτὸν πασῶν νικῶν πρώτη τε καὶ ἀρίστη → The first and best victory is to conquer self.
(4) |
(3) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[ἀνοίκτιστος]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> ο [[άκλαυτος]], αυτός που δεν τον θρήνησαν<br /><b>2.</b> ο [[ανοικτίρμων]], ο [[ανηλεής]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>αν</i>- <b>στερ.</b> <span style="color: red;">+</span> [[οίκτιστος]] «ο πολύ [[αξιοθρήνητος]]» (ανώμ. υπερθετ. του [[οικτρός]])]. | |mltxt=[[ἀνοίκτιστος]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> ο [[άκλαυτος]], αυτός που δεν τον θρήνησαν<br /><b>2.</b> ο [[ανοικτίρμων]], ο [[ανηλεής]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>αν</i>- <b>στερ.</b> <span style="color: red;">+</span> [[οίκτιστος]] «ο πολύ [[αξιοθρήνητος]]» (ανώμ. υπερθετ. του [[οικτρός]])]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''ἀνοίκτιστος:''' -ον, αυτός που δεν θρηνήθηκε, δεν ελεήθηκε από κανέναν, σε Ανθ. | |||
}} | }} |
Revision as of 20:32, 30 December 2018
English (LSJ)
ον,
A unmourned, σῶμα [Arist.] Pepl.28. II Act., pitiless, Περσεφόνης θάλαμοι IG2.3765 (Supp.p.283). Adv. -τως Antipho 1.25.
Greek (Liddell-Scott)
ἀνοίκτιστος: -ον, ὁ μὴ θρηνηθείς, οὔνομα Ἀριστ. ἐν Ἀνθ. Π. παραρτ. 9. 74. ΙΙ. ἐνεργ., ἀνηλεής· οὕτως ἐπίρρ. -τως, ἄνευ οἰκτιρμοῦ, Ἀντιφῶν 114. 10.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui n’inspire pas de pitié.
Étymologie: ἀ, οἰκτίζω.
Spanish (DGE)
-ον
1 que no ha sido llorado οὔνομα Arist.Pepl.28.2.
2 adv. -ως implacablemente ᾤχου ... ἀ. Φερσεφόνης θαλάμους IG 22.11594.7 (IV a.C.), κἀκεῖνον ... ἀ. αὕτη ἀπώλεσεν Antipho 1.25.
Greek Monolingual
ἀνοίκτιστος, -ον (Α)
1. ο άκλαυτος, αυτός που δεν τον θρήνησαν
2. ο ανοικτίρμων, ο ανηλεής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αν- στερ. + οίκτιστος «ο πολύ αξιοθρήνητος» (ανώμ. υπερθετ. του οικτρός)].
Greek Monotonic
ἀνοίκτιστος: -ον, αυτός που δεν θρηνήθηκε, δεν ελεήθηκε από κανέναν, σε Ανθ.