ἀνοίκτιστος: Difference between revisions

From LSJ

Καιροσκόπει (Καιρῷ σκόπει) τὰ πράγματ', ἄνπερ νοῦν ἔχῃς → Sanus es? Negotiorum observes tempora → Zur rechten Zeit tu alles, hast du nur Vernunft

Menander, Monostichoi, 307
(4)
(3)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἀνοίκτιστος]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> ο [[άκλαυτος]], αυτός που δεν τον θρήνησαν<br /><b>2.</b> ο [[ανοικτίρμων]], ο [[ανηλεής]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>αν</i>- <b>στερ.</b> <span style="color: red;">+</span> [[οίκτιστος]] «ο πολύ [[αξιοθρήνητος]]» (ανώμ. υπερθετ. του [[οικτρός]])].
|mltxt=[[ἀνοίκτιστος]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> ο [[άκλαυτος]], αυτός που δεν τον θρήνησαν<br /><b>2.</b> ο [[ανοικτίρμων]], ο [[ανηλεής]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>αν</i>- <b>στερ.</b> <span style="color: red;">+</span> [[οίκτιστος]] «ο πολύ [[αξιοθρήνητος]]» (ανώμ. υπερθετ. του [[οικτρός]])].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἀνοίκτιστος:''' -ον, αυτός που δεν θρηνήθηκε, δεν ελεήθηκε από κανέναν, σε Ανθ.
}}
}}

Revision as of 20:32, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀνοίκτιστος Medium diacritics: ἀνοίκτιστος Low diacritics: ανοίκτιστος Capitals: ΑΝΟΙΚΤΙΣΤΟΣ
Transliteration A: anoíktistos Transliteration B: anoiktistos Transliteration C: anoiktistos Beta Code: a)noi/ktistos

English (LSJ)

ον,

   A unmourned, σῶμα [Arist.] Pepl.28.    II Act., pitiless, Περσεφόνης θάλαμοι IG2.3765 (Supp.p.283). Adv. -τως Antipho 1.25.

Greek (Liddell-Scott)

ἀνοίκτιστος: -ον, ὁ μὴ θρηνηθείς, οὔνομα Ἀριστ. ἐν Ἀνθ. Π. παραρτ. 9. 74. ΙΙ. ἐνεργ., ἀνηλεής· οὕτως ἐπίρρ. -τως, ἄνευ οἰκτιρμοῦ, Ἀντιφῶν 114. 10.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui n’inspire pas de pitié.
Étymologie: ἀ, οἰκτίζω.

Spanish (DGE)

-ον
1 que no ha sido llorado οὔνομα Arist.Pepl.28.2.
2 adv. -ως implacablemente ᾤχου ... ἀ. Φερσεφόνης θαλάμους IG 22.11594.7 (IV a.C.), κἀκεῖνον ... ἀ. αὕτη ἀπώλεσεν Antipho 1.25.

Greek Monolingual

ἀνοίκτιστος, -ον (Α)
1. ο άκλαυτος, αυτός που δεν τον θρήνησαν
2. ο ανοικτίρμων, ο ανηλεής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αν- στερ. + οίκτιστος «ο πολύ αξιοθρήνητος» (ανώμ. υπερθετ. του οικτρός)].

Greek Monotonic

ἀνοίκτιστος: -ον, αυτός που δεν θρηνήθηκε, δεν ελεήθηκε από κανέναν, σε Ανθ.