οικτρός
ὦ δυσπάλαιστον γῆρας, ὡς μισῶ σ' ἔχων, μισῶ δ' ὅσοι χρῄζουσιν ἐκτείνειν βίον, βρωτοῖσι καὶ ποτοῖσι καὶ μαγεύμασι παρεκτρέποντες ὀχετὸν ὥστε μὴ θανεῖν: οὓς χρῆν, ἐπειδὰν μηδὲν ὠφελῶσι γῆν, θανόντας ἔρρειν κἀκποδὼν εἶναι νέοις → Old age, resistless foe, how do I loathe your presence! Them too I loathe, whoever desire to lengthen out the span of life, seeking to turn the tide of death aside by food and drink and magic spells; those whom death should take away to leave the young their place, when they no more can benefit the world
Greek Monolingual
-ή, -ό, θηλ. και -ά (ΑΜ οικτρός, -ά, -όν)
1. (για πρόσ.) αυτός που κινεί τον οίκτο, αξιολύπητος («δοξάσει τις ἀκούειν ὄπα τᾱς Τηρεΐας μήτιδος οἰκτρᾱς ἀλόχου», Αισχύλ.)
2. (για πράγματα και καταστάσεις) αξιοθρήνητος («ἕτερα πεπόνθαμεν οἰκτρότερα», Ηρόδ.)
3. (με περιφρονητική σημασία) ελεεινός, άθλιος (α. «οικτρή μετάφραση» β. «οἰκτρὰ τραγῳδία», Ευστ.)
αρχ.
αυτός που διεγείρει τον οίκτο, τη συμπάθεια («οἰκτρᾱς γόον ὄρνιθος», Σοφ.).
επίρρ...
οικτρώς και -ά (Α οἰκτρῶς και οἰκτρά)
με οικτρό τρόπο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < οἶκτος + επίθημα -ρος (πρβλ. αισχρός, κυδρός)].