ἱπποπόλος: Difference between revisions
ὅρκους γυναικὸς εἰς ὕδωρ γράφω → the oaths of a woman I inscribe on water, I write a woman's oaths in water
(18) |
(5) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[ἱπποπόλος]], -ον (Α)<br />(για τους Θράκες) αυτός που ασχολείται με τους ίππους.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἱππ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -[[πόλος]] (<span style="color: red;"><</span> [[πέλω]]/-<i>ομαι</i>), <b>[[πρβλ]].</b> <i>αι</i>-[[πόλος]], <i>θειο</i>-[[πόλος]]. | |mltxt=[[ἱπποπόλος]], -ον (Α)<br />(για τους Θράκες) αυτός που ασχολείται με τους ίππους.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἱππ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -[[πόλος]] (<span style="color: red;"><</span> [[πέλω]]/-<i>ομαι</i>), <b>[[πρβλ]].</b> <i>αι</i>-[[πόλος]], <i>θειο</i>-[[πόλος]]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''ἱπποπόλος:''' -ον ([[πολέω]]), αυτός που ασχολείται με τα άλογα, λέγεται για τους Θράκες, σε Ομήρ. Ιλ. | |||
}} | }} |
Revision as of 20:32, 30 December 2018
English (LSJ)
ον,
A herding horses, of the Thracians, Il.13.4, 14.227. (Cf. αἰ-πόλος, βου-κόλος.)
German (Pape)
[Seite 1260] Rosse tummelnd, im Reiten od. Fahren geschickt, Thraker, Il. 13, 4. 14, 277.
Greek (Liddell-Scott)
ἱπποπόλος: -ον, (πολέω) ἀσχολούμενος εἰς ἵππους, ἐπὶ τῶν Θρᾳκῶν, Ἰλ. Ν. 4, Ξ. 227. - Καθ’ Ἡσύχ.: «ἱπποπόλων· τῶν ἡνιοχούντων, ἢ ἐφ’ ἵπποις πολουμένων, ἢ περὶ ἵππους ἀναστρεφομένων».
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui s’adonne aux chevaux, qui vit à cheval.
Étymologie: ἵππος, πολέω.
Greek Monolingual
ἱπποπόλος, -ον (Α)
(για τους Θράκες) αυτός που ασχολείται με τους ίππους.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἱππ(ο)- + -πόλος (< πέλω/-ομαι), πρβλ. αι-πόλος, θειο-πόλος.
Greek Monotonic
ἱπποπόλος: -ον (πολέω), αυτός που ασχολείται με τα άλογα, λέγεται για τους Θράκες, σε Ομήρ. Ιλ.