ἡμιονικός: Difference between revisions

From LSJ

Ἑαυτὸν οὐδεὶς ὁμολογεῖ κακοῦργος ὤν → Nemo maleficus se fatetur maleficum → Von sich gibt keiner zu, dass er ein Schurke ist

Menander, Monostichoi, 158
(16)
(4)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ή, -όν (Α [[ἡμιονικός]], -ή, -όν) [[ημίονος]]<br /><b>1.</b> αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον ημίονο, κν. [[μουλαρήσιος]] (α. «ἡμιονικόν ζεῡγος», <b>Ξεν.</b><br />β. «ἡμιονικόν [[ἅρμα]]», πάπ.)<br /><b>2.</b> αυτός που [[είναι]] [[κατάλληλος]] μόνο για τον ημίονο («ημιονική [[οδός]]» — [[δρόμος]] [[στενός]], [[δύσβατος]], [[βατός]] μόνο από μουλάρια).
|mltxt=-ή, -όν (Α [[ἡμιονικός]], -ή, -όν) [[ημίονος]]<br /><b>1.</b> αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον ημίονο, κν. [[μουλαρήσιος]] (α. «ἡμιονικόν ζεῡγος», <b>Ξεν.</b><br />β. «ἡμιονικόν [[ἅρμα]]», πάπ.)<br /><b>2.</b> αυτός που [[είναι]] [[κατάλληλος]] μόνο για τον ημίονο («ημιονική [[οδός]]» — [[δρόμος]] [[στενός]], [[δύσβατος]], [[βατός]] μόνο από μουλάρια).
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἡμιονικός:''' -ή, -όν = [[ἡμιόνειος]], σε Ξεν.
}}
}}

Revision as of 20:36, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἡμιονικός Medium diacritics: ἡμιονικός Low diacritics: ημιονικός Capitals: ΗΜΙΟΝΙΚΟΣ
Transliteration A: hēmionikós Transliteration B: hēmionikos Transliteration C: imionikos Beta Code: h(mioniko/s

English (LSJ)

ή, όν,=

   A ἡμιόνειος, ζεῦγος X.An.7.5.2; ὁδὸς ἡ. a road only fit for mules, Str.6.3.7; ἡ. ἅρμα drawn by mules, BGU814.6 (iii A.D.).

German (Pape)

[Seite 1169] = ἡμιόνειος, z. B. ζεῦγος, Maulthiergespann, Xen. An. 7, 5, 1; VLL.; ὁδός, Strab. VI, 282.

Greek (Liddell-Scott)

ἡμιονικός: -ή, -όν, = ἡμιόνειος, ζεῦγος Ξεν. Ἀν. 7. 5, 1˙ ὁδὸς ἡμ., ὁδὸς μόνον δι’ ἡμιόνους κατάλληλος, Στράβων 282.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
de mulet.
Étymologie: ἡμίονος.

Greek Monolingual

-ή, -όν (Α ἡμιονικός, -ή, -όν) ημίονος
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον ημίονο, κν. μουλαρήσιος (α. «ἡμιονικόν ζεῡγος», Ξεν.
β. «ἡμιονικόν ἅρμα», πάπ.)
2. αυτός που είναι κατάλληλος μόνο για τον ημίονο («ημιονική οδός» — δρόμος στενός, δύσβατος, βατός μόνο από μουλάρια).

Greek Monotonic

ἡμιονικός: -ή, -όν = ἡμιόνειος, σε Ξεν.