ἐνῆμαι: Difference between revisions
From LSJ
πλέων επί οίνοπα πόντον επ' αλλοθρόους ανθρώπους → while sailing over the wine-dark sea to men of strange speech
(12) |
(4) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[ἐνῆμαι]] (Α)<br />(παρακμ. του [[ἐνέζομαι]]) [[κάθομαι]] [[μέσα]] ή [[πάνω]] σε [[κάτι]]. | |mltxt=[[ἐνῆμαι]] (Α)<br />(παρακμ. του [[ἐνέζομαι]]) [[κάθομαι]] [[μέσα]] ή [[πάνω]] σε [[κάτι]]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''ἐνῆμαι:''' [[κυρίως]] παρακ. του [[ἐνέζομαι]], [[κάθομαι]] μέσα, σε Ομήρ. Οδ. | |||
}} | }} |
Revision as of 20:40, 30 December 2018
English (LSJ)
used as pf. of ἐνέζομαι,
A to be seated in, ἵν· ἐνήμεθα πάντες Od. 4.272, cf. Theoc. 22.44; θάκοις . . ἐνήμενοι E.Fr.795
German (Pape)
[Seite 840] (s. ἧμαι), darin sitzen; ἵν' ἐνήμεθα πάντες, im trojanischen Pferde, Od. 4, 272; ἔνθα, Theocr. 22, 44; θάκοις ἐνήμενοι Eur. Phil. fr. 6.
Greek (Liddell-Scott)
ἐνῆμαι: κυρίως πρκμ. τοῦ ἐνέζομαι, κάθημαι ἔν τινι, ἵν᾿ ἐνήμεθα πάντες Ὀδ. Δ. 272, πρβλ. Θεόκρ. 22. 44· θάκοις... ἐνήμενοι Ε’ὐρ. Ἀποσπ. 793.
French (Bailly abrégé)
sans autres temps;
être assis ou établi dans ou sur.
Étymologie: ἐν, ἧμαι.
Greek Monolingual
ἐνῆμαι (Α)
(παρακμ. του ἐνέζομαι) κάθομαι μέσα ή πάνω σε κάτι.
Greek Monotonic
ἐνῆμαι: κυρίως παρακ. του ἐνέζομαι, κάθομαι μέσα, σε Ομήρ. Οδ.