ἐρίκτυπος: Difference between revisions
From LSJ
Ἤθους δικαίου φαῦλος οὐ ψαύει λόγος → Vox prava non pertingit ad mores bonos → Verkommne Rede rührt nicht an gerechte Art
(14) |
(4) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[ἐρίκτυπος]], -ον (Α)<br />αυτός που κάνει μεγάλο κτύπο, κρότο («ἐρίκτυπον Ἐννοσίγαιον», <b>Ησίοδ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ερι</i>- (επιτ. [[μόριο]]) <span style="color: red;">+</span> [[κτύπος]]. | |mltxt=[[ἐρίκτυπος]], -ον (Α)<br />αυτός που κάνει μεγάλο κτύπο, κρότο («ἐρίκτυπον Ἐννοσίγαιον», <b>Ησίοδ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ερι</i>- (επιτ. [[μόριο]]) <span style="color: red;">+</span> [[κτύπος]]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''ἐρίκτῠπος:''' -ον, αυτός που κάνει δυνατό ήχο, σε Ησίοδ. | |||
}} | }} |
Revision as of 20:40, 30 December 2018
English (LSJ)
ον,
A loud-sounding, of Poseidon, Hes.Th.456,930.
German (Pape)
[Seite 1029] sehr tosend, Poseidon, Hes. Th. 441 u. öfter.
Greek (Liddell-Scott)
ἐρίκτῠπος: -ον, ὁ μέγαν κτύπον ποιῶν, Ποσειδῶν Ἡσιόδ. Θ. 456. 930.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
au bruit retentissant.
Étymologie: ἐρι-, κτύπος.
Greek Monolingual
ἐρίκτυπος, -ον (Α)
αυτός που κάνει μεγάλο κτύπο, κρότο («ἐρίκτυπον Ἐννοσίγαιον», Ησίοδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ερι- (επιτ. μόριο) + κτύπος.
Greek Monotonic
ἐρίκτῠπος: -ον, αυτός που κάνει δυνατό ήχο, σε Ησίοδ.