πολυχορδία: Difference between revisions

From LSJ

θυγάτριον ὡραῖον ἤδη γάμου → a girl already of marriageable age | a daughter, already marriageable

Source
(33)
(6)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=ἡ, Α [[πολύχορδος]]<br /><b>1.</b> (για [[λύρα]]) [[πληθώρα]] χορδών, [[μεγάλος]] [[αριθμός]] χορδών<br /><b>2.</b> (σχετικά με [[λύρα]]) η [[χρήση]] πολλών χορδών<br /><b>3.</b> μουσικό [[κομμάτι]] που εκτελείται σε όργανο με πολλές χορδές.
|mltxt=ἡ, Α [[πολύχορδος]]<br /><b>1.</b> (για [[λύρα]]) [[πληθώρα]] χορδών, [[μεγάλος]] [[αριθμός]] χορδών<br /><b>2.</b> (σχετικά με [[λύρα]]) η [[χρήση]] πολλών χορδών<br /><b>3.</b> μουσικό [[κομμάτι]] που εκτελείται σε όργανο με πολλές χορδές.
}}
{{lsm
|lsmtext='''πολῠχορδία:''' ἡ, [[χρήση]] πολλών χορδών στη [[λύρα]], σε Πλάτ.
}}
}}

Revision as of 20:44, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πολυχορδία Medium diacritics: πολυχορδία Low diacritics: πολυχορδία Capitals: ΠΟΛΥΧΟΡΔΙΑ
Transliteration A: polychordía Transliteration B: polychordia Transliteration C: polychordia Beta Code: poluxordi/a

English (LSJ)

ἡ,

   A the use of many strings in the lyre, Pl.R.399c, Phan.Hist.17, etc.: pl., Plu.2.661d.

German (Pape)

[Seite 677] ἡ, Menge von Saiten, Plat. Rep. III, 399 c u. Sp., wie Plut. Symp. 4, 1, 2.

Greek (Liddell-Scott)

πολῠχορδία: ἡ, ἡ χρῆσις πολλῶν χορδῶν ἐν τῇ λύρᾳ, Πλάτ. Πολ. 399C, Ἀθήν. 352D, κτλ.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
grand nombre de cordes.
Étymologie: πολύχορδος.

Greek Monolingual

ἡ, Α πολύχορδος
1. (για λύρα) πληθώρα χορδών, μεγάλος αριθμός χορδών
2. (σχετικά με λύρα) η χρήση πολλών χορδών
3. μουσικό κομμάτι που εκτελείται σε όργανο με πολλές χορδές.

Greek Monotonic

πολῠχορδία: ἡ, χρήση πολλών χορδών στη λύρα, σε Πλάτ.