προσαράσσω: Difference between revisions

From LSJ

Δίκαιον εὖ πράττοντα μεμνῆσθαι θεοῦ → Die tuenda memoria in rebus bonis → Wenn es dir gut geht, denk an Gott, dies ist gerecht

Menander, Monostichoi, 118
(34)
(6)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=ΜΑ, και αττ. τ. προσαράττω Α<br /><b>βλ.</b> [[προσαράζω]].
|mltxt=ΜΑ, και αττ. τ. προσαράττω Α<br /><b>βλ.</b> [[προσαράζω]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''προσαράσσω:''' Αττ. -ττω, μέλ. <i>—ξω</i>, [[εξορμώ]] [[εναντίον]], [[πέφτω]] με [[δύναμη]], [[ναῦς]] σκοπέλοις, σε Πλούτ.
}}
}}

Revision as of 20:48, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: προσᾰράσσω Medium diacritics: προσαράσσω Low diacritics: προσαράσσω Capitals: ΠΡΟΣΑΡΑΣΣΩ
Transliteration A: prosarássō Transliteration B: prosarassō Transliteration C: prosarasso Beta Code: prosara/ssw

English (LSJ)

Att. προσαράττω,

   A dash against, τὰ ὑπομάζια τῇ γῇ D.S.34/5.2.12; πέτρᾳ τὴν κεφαλήν J.AJ14.13.10; π. τινὶ τὰς θύρας, εἰς τὸ μέτωπον τὴν θύραν, slam the door in one's face, Luc.DMeretr. 15.2, Nav.22; esp. of shipwreck, π. ναῦς σκοπέλοις Plu.Marc.15; τὸ σκάφος τῷ αἰγιαλῷ Luc.VH2.47; ναῦς πρὸς τὴν ἄκραν D.C.48.47; π. τὰς ναῦς wreck them, Philostr.VA4.32; shatter, τὸν οὐρανόν Iamb.Myst.6.5:— Pass., to be dashed against, αἱμασιαῖς Ph.2.123; τῷ λιθοστρώτῳ J.BJ 6.3.2; τῇ γῇ Ael.NA12.21; ταῖς πέτραις Alciphr.1.1: also intr. in Act., ἡ τοῦ ποταμοῦ ῥύσις τοῖς ὄχθοις π. D.S.5.27.

German (Pape)

[Seite 752] att. -ττω, daranschlagen, -stoßen, -werfen, ναῦς σκοπέλοις, Plut. Marcell. 15; ναῦν πρὸς ἄκραν D. Cass. 48, 47, u. Sp.; πρ. τινὶ τὰς θύρας, Einem die Thür vor der Nase zuschmeißen, Luc. D. Merc. 15, 2, vgl. Nav. 22.

Greek (Liddell-Scott)

προσαράσσω: Ἀττ. -ττω, ὠθῶ ἢ ῥίπτω τι ἐπάνω εἴς τι μεθ’ ὁρμῆς, πρ. τινὶ τὰς θύρας ἢ εἰς τὸ μέτωπον τὴν θύραν, κλείω μεθ’ ὁρμῆς καὶ κρότου τὴν θύραν κατὰ πρόσωπόν τινος, Λουκ. Ἑταιρ. Διάλ. 15. 2, Πλοῖον ἢ Εὐχ. 22· μάλιστα ἐπὶ ναυαγίου, πρ. ναῦς σκοπέλοις Πλούτ. Μάρκελλ. 15· τὸ σκάφος τῷ αἰγιαλῷ Λουκ. περὶ Ἀληθ. Ἱστ. 2. 47· ναῦς πρὸς τὴν ἄκραν Δίων Κ. 48. 47· πρ. τὰς ναῦς Φιλόστρ. 172, κτλ.· οὕτως ἐν τῷ παθ., τῇ γῇ Αἰλ. π. Ζ. 12. 21· πρὸς ταῖς πέτραις Ἀλκίφρ. 1. 1. ― Καθ’ Ἡσύχ.: «προσαρασσόμενον· προσρησσόμενον».

French (Bailly abrégé)

heurter contre ; Pass. se heurter contre, τινι.
Étymologie: πρός, ἀράσσω.

Greek Monolingual

ΜΑ, και αττ. τ. προσαράττω Α
βλ. προσαράζω.

Greek Monotonic

προσαράσσω: Αττ. -ττω, μέλ. —ξω, εξορμώ εναντίον, πέφτω με δύναμη, ναῦς σκοπέλοις, σε Πλούτ.