Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

μακρήγορος: Difference between revisions

From LSJ

Ἐν γὰρ γυναιξὶ πίστιν οὐκ ἔξεστ' ἰδεῖν → Vix feminarum in genere reperies fidem → Bei Frauen lässt sich Treue nämlich nicht erspäh'n

Menander, Monostichoi, 161
(23)
(5)
Line 18: Line 18:
{{grml
{{grml
|mltxt=-η, -ο (AM [[μακρήγορος]], -ον)<br />αυτός που μιλά διεξοδικά, [[μακρολόγος]], [[απεραντολόγος]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>μακρηγόρως</i> (Μ)<br />με μακρήγορο τρόπο, με διεξοδική [[ομιλία]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>μακρ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>ήγορος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[ἀγορά]]), <b>[[πρβλ]].</b> <i>κατ</i>-<i>ήγορος</i>. Το -<i>η</i>- του τ. οφείλεται στη [[λειτουργία]] του νόμου της «εκτάσεως εν συνθέσει»].
|mltxt=-η, -ο (AM [[μακρήγορος]], -ον)<br />αυτός που μιλά διεξοδικά, [[μακρολόγος]], [[απεραντολόγος]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>μακρηγόρως</i> (Μ)<br />με μακρήγορο τρόπο, με διεξοδική [[ομιλία]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>μακρ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>ήγορος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[ἀγορά]]), <b>[[πρβλ]].</b> <i>κατ</i>-<i>ήγορος</i>. Το -<i>η</i>- του τ. οφείλεται στη [[λειτουργία]] του νόμου της «εκτάσεως εν συνθέσει»].
}}
{{lsm
|lsmtext='''μακρήγορος:''' -ον ([[ἀγορεύω]]), αυτός που μιλάει πολλή ώρα.
}}
}}

Revision as of 20:52, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μακρήγορος Medium diacritics: μακρήγορος Low diacritics: μακρήγορος Capitals: ΜΑΚΡΗΓΟΡΟΣ
Transliteration A: makrḗgoros Transliteration B: makrēgoros Transliteration C: makrigoros Beta Code: makrh/goros

English (LSJ)

ον,

   A speaking at great length, Ph.2.268, Tz.H.10.4.

Greek (Liddell-Scott)

μακρήγορος: -ον, ὁ ὁμιλῶν διεξοδικῶς, μακρολόγος, Φίλων 2. 268, Τζέτζ. Ἱστ. 10, 5· - Ἐπίρρ. -ρως, ληρήσας μακρηγόρως ὁ αὐτ. ἐν Κραμ. Ἀν. τ. 4, σ. 53, 19.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui parle d’abondance, prolixe.
Étymologie: μακρός, ἀγορεύω.

Greek Monolingual

-η, -ο (AM μακρήγορος, -ον)
αυτός που μιλά διεξοδικά, μακρολόγος, απεραντολόγος.
επίρρ...
μακρηγόρως (Μ)
με μακρήγορο τρόπο, με διεξοδική ομιλία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μακρ(ο)- + -ήγορος (< ἀγορά), πρβλ. κατ-ήγορος. Το -η- του τ. οφείλεται στη λειτουργία του νόμου της «εκτάσεως εν συνθέσει»].

Greek Monotonic

μακρήγορος: -ον (ἀγορεύω), αυτός που μιλάει πολλή ώρα.